Πλοήγηση ανά Λήμμα "μάστορης"
Αποτελέσματα 14-33 από 52
-
Ηύριν τούμ μάστορήν του
(1941)Λέγεται δι΄ εκείνον όστις νομίζει εαυτόν ισχυρόν, σοφόν, πλούσιον κ.λ.π και καυχάται επί τούτω, συναντά δε άλλον ισχυρότερον, σοφώτερον, πλουσιώτερον, κ.λ.π και υποκύπτει -
Κατά το μάστορ' και τα τσιράκια ττ΄
(1917)Μάστορς σημαίνει τον τεχνίτην εκ του μαϊστωρ (magisfer), τσιράκι δε λέξη τούρκικη και σημαίνει τον μαθητευόμενον -
Μάστορας ένι κατσίκας κώλος που κάνει κομπολόγια, χωρίς καλούπι
(1938)Το λεν όταν πούνε κάποιον μάστορα -
Μί τα μωστάκια μάστουρας κι μι τα γένεια κάλφας
(1915)Ερμηνεία: Επί υποβιβασμού της κοινωνικής θέσεως σύν τη παρόδω του χρόνου