Πλοήγηση ανά Λήμμα "ξεφτώ"
Αποτελέσματα 3-6 από 6
-
Ξεφτίζω
(1893)Ερμηνεία: Επί χαρτοπαικτών κ' των τοιούτων, ων κερδίζουσι τα χρήματ κ' μένουσι χωρίς οδολού “απόψα τον εξεφτίσανε, ως το πουρνό έπαιζε” -
Ξιφτώ, ξιφτίζω
Ερμηνεία: Χρεωκοπώ, γίνομαι πτωχός, κηρύττω πτώχευσιν : “(ο φίλος μας) εξίφτησεν” και “(ο φίλος μας) εξίφτησεν τα” δηλαδή επτώχευσεν