Πλοήγηση ανά Λήμμα "αφύσικος"
Αποτελέσματα 4-11 από 11
-
Με φυσικάρι κάνεις, με αφύσικον δεν κάνεις
(1909)Φυσικάρι = εκ φύσεως κ' ανατροφής καλόν [άνθρωπον] -
Ου αφύch' κους φυch' κός δε γενίτι
(1915) -
Ούλα νάποδα είν' τ' αφύσκα
(1876) -
Ούλα τ' αφύσικα ειν άδικα
(1876) -
Τ' αφύσκα ούλα είν' άδικα
(1876) -
Τ' αφύσκα πάντ' αφύσκα είναι
(1876)