Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Καψάλης, Γεράσιμος"
-
Ζέφκι αγάς στ' άχυρα (Λαογρ. Αρχ. Εκ Πατρών)
Καψάλης, Γεράσιμος (1923) -
Ζέφκι αγάς, στα κόπρια (Βεν. Παρ. 91 Ζ 9)
Καψάλης, Γεράσιμος (1923)Ζέφκι=η λέξις τουρκική, σημαίνουσα διασκέδασις, απόλαυσις -
Η γίδα δε κουτσαίνει απ' τ' αυτί
Καψάλης, Γεράσιμος (1918)Περί πλουσίου υφισταμένου μικράν τινα ζημίαν -
Η γρά αφορμήν εγύρεβγε και σκιάς καλήν την ηύρηκε
Καψάλης, ΓεράσιμοςΣκιάς= ακριβώς, πράγματι, Ερμηνεία: όταν μας έρχεται ουρανοκατέβατη ευκαιρία κ' την αρπάζουμε -
Η γυναίκα μαλλιά μακριά και γνώμη λίγη
Καψάλης, Γεράσιμος (1918) -
Η νύφη μου ένα την ημέρα (υφαίνει πήχυν) η δυχατέρα μου ένα τη βδομάδα
Καψάλης, Γεράσιμος (1918)Η δεύτερη πρότασις της παροιμίας λέγεται μετά θυμού, δηλαδή η θυγατέρα μου δεν καταδέχεται να υφάνη περισσότερο -
Η ομορφιά στον άνθρωπο οπόχει νου κι χάρη πουλιέτι κι ζυγίζιτι μι του μαργαριτάρι
Καψάλης, Γεράσιμος (1923)Περί ωραίων ανδρών διακρινομένων και επί άλλαις αρεταίς -
Η πονηρά αλ'που απ' τα δυό ποδάρια πιάνιτι
Καψάλης, Γεράσιμος (1918)Περί των πονηρών εμπλεκομένων εις περιπέτειάν τινα παρ' όλην την πανουργίαν των -
Η πρώτη γυναίκα είναι σκλάβα, η δευτέρα κυρά, η τρίτη είναι πασιάς
Καψάλης, Γεράσιμος (1923) -
Η φακή απ' τημ πουμπή της ξιρόβραζι
Καψάλης, Γεράσιμος (1918)Περί των προσποιουμένων ότι δεν εννοούν τας προς αυτους απευθυνομένας ύβρεις -
Η φαρμακερή η μαχαιριά γιατρεύιτι, όχι κι ου φαρμακερός ου λόγους
Καψάλης, Γεράσιμος (1918) -
Θ'κό του ψωμί τρώει, ξιένους γκαϊλέδις τραυάει
Καψάλης, Γεράσιμος (1918)Περί των στεναχωρουμένων δια την κακήν έκβασιν ξένων υποθέσεων -
Θα περάση ο πασάς
Καψάλης, Γεράσιμος (1923) -
Θα προυκόψη, όταν διω τη ράχη μου
Καψάλης, Γεράσιμος (1918)Περί των φύσει ανεπιδέκτων ευδοκιμήσεως -
Θέλησι ου Ουβριός να καβαλλικέψη, έτυχι να ναι Σαββάτου
Καψάλης, Γεράσιμος (1918)