Πλοήγηση ανά Λήμμα "δουλεύω"
Αποτελέσματα 177-196 από 373
-
Έδουλεψά σου τζ' έφαα. Σπολάτε τωσ σερκώμ μου
(1940)Οφειλόμεν ευχαριστίας προς τον εργοδότην πρό παντός όμως ημάς δια την εργατικότητα μας -
Εδούλεψα σε κι έφαγα, ευχαριστώ τα χέρια μου
Η αντιμισθία θεωρείται ως το φυσικώτατον αντάλλαγμα της εργασίας -
Εδούλεψε δούλος, τζ' έκατσεν αφέντης
(1940)Ο εργατικός ζήσας εν πενία φυλάττει το χρήμα του, εξασφαλίζων καλόν μέλλον και αποκτών εκτίμησιν -
Εργαλειό που δουλεύει δε σκουριάζει
(1956) -
Εύρε νάχης και δούλεψε να πορεύεσαι
(1954)Ευτυχής θα είσαι να βρής κληρονομιά από τους γονείς σου και έχοντας και μια τακτική εργασία από την οποία θα αμοίβεσαι καλά, θα ζής ευτυχισμένα -
Εύρε ναχ'ς και δούλευε να πορέβ'ς
(1938) -
Ηδούλεψα κ' έφαα, σπουλλάτη τουν χειριώ μου
(1941)Ο εργαζόμενος και δια της εργασίας του επαρκών εις τας ανάγκας του είναι πάντοτε ευχαριστημένος εξ' εαυτού. -
Θα δουλέψομε να φάμε
(1876)