Πλοήγηση ανά Λήμμα "δουλειά"
Αποτελέσματα 107-126 από 752
-
Δ'λειά κι' όχ διαβολιά
(1937)Οχ = όχι, διαβολια = πονηριά. Δηλ ο άνθρωπος εξασφαλίζει καλλίτερον την ζωήν του διά της εργασίας και όχι διά της οκνηρίας και πονηριάς -
Δ'λειά σά ψώρα
(1939)Διά ζωκράν εμπορικών κίνησιν. Δηλ η πελατεία συνέρρεεν καθώς διαδίδεται η ψώρα -
Δ'λειά, δ'λειά, μή μόν' μάγ'λα κί κουλιά!
(1952)Λέγεται κι προτροπή πρός τους αρεσκομένους εις την καθιστικήν ζωήν, ότι δέον να την αποφύγουν ως επιβλαβή από πάσης απόζεως -
Δ'λειές με φούdες!
(1943) -
Δέν έχω πάρει φύσημα από τις δουλειές
(1956)Ήτοι, δεν έχω πάρει αναπνοή, δεν έχω ησυχάσει καθόλου. φύσημα = αναπνοή -
Δέν είχ' ο διάολος δουλειά και γαμούσε τα παιδιά του
(1957)Πρό πάντων το λέγανε γιά όσους σπαταλούσανε άσκοπα και επιζήμια όπως δήποτε τον καιρό τους -
Δλειά δλειά μή μόν μούτρα κί κουλιά
(1911) -
Δούλευε και δουλειά να μή σε λείπη
(1929)Λέγεται όταν τις εργάζεται αλλά δεν απολαμβάνει αμοιβή ανάλογον πρός τους κόπους του και ούτω ματαιοπονεί -
Δουλείαν εύρες; άφ'ς και φύγον. Φαείν εύρες; κάθ'κα και φά
(1929)Βρήκες δουλειά; άφησέ την και φύγε. Βρήκες φαγεί; κάθησε κάι φάγε -
Δουλειά αγγάργια δέ γίνεται!
(1910) -
Δουλειά γενομένη, δεν πιάνει τόπο
(1962) -
Δουλειά δεν είχαμε gαί δουλειά 'βρήκαμε
(1963)Λέγεται με δυσφορία γιά κάτι, πού επαναλαμβάνεται και καταντάει φορτικό ή επιζήμιο -
Δουλειά δεν είχαμε gαί δουλειά 'υρεύγαμε
(1963)Λέγεται, όταν δημιουργούμεν εργασίες ή ζητήματα, πού θά μπορούσαν και να λείπουν