Πλοήγηση ανά Λήμμα "άλας"
Αποτελέσματα 20-39 από 115
-
Δέν έχει αλάτι καθόλου
(1907) -
Έρται 'ς σ' άλας
(1929)Έρχεται 'ς τ' αλάτι Χαλδ. Επί γυναικός φιλερώτου. Η μεταφορά εκ των κατοικιδίων θηλαστικών ζώων, τα οποία προθύμως ακολουθούν τον δεικνύοντα εις αυτά άλας -
Έρται σ' άλας
(1939)Έρχεται στ' αλάτι. Για γυναίκα ή κορίτσι ενδοτικό. Ανάλογο με το : ψουνίζεται. Η εικόνα είναι παρμένη απο τη συνήθεια να δίνουν άλας στις αγελαδες που πλησιάζουν πρόθυμα στη φούχτα -
Έχει ψωμί κι αλάτι φαγωμένο
(1938) -
Ες σαϊτίζεις το ψουμίν τζαί τ' άλας
(1940)Διά τους επιλήσμονας φιλικών δεσμών και τους αγνώμονας ή κοινωνία τραπέζης και άλατος ώστε να είναι σοβαρότερος όρκος το “ Μα το ψουμίν τζάι τ' άλας πούφα(γ)α”! -
Εφάαμεν ψουμίν τζ' άλας μαζί
(1940)Η κοινωνία τραπέζης, προυποθέτουσα εκτίμησιν ή συμφέρον, συνδέει στενώτερον. Ο μή εκτιμών τούτο είναι αχάριστος. Υπήρξεν εποχή καθ' ήν το άλας, σπάνιον είδος πρώτης ανάγκης, ήτο απρόσιτον εις μη πλουσίους. Ποσότητα τούτου ... -
Εφάαμεν ψουμίν τζ' άλας μαζίν
(1918)Ήτοι συναστράφημεν επί πολύ και εντεύθεν εγνωρίσαμεν κάλλιστα αλλήλους -
Εφάαν ψωμίν κι αλάτσι μαζί
(1876) -
Εφάγαμ' ψωμί κι άλας μαζί
(1917)