Πλοήγηση ανά Λήμμα "μυρίζω"
Αποτελέσματα 16-35 από 107
-
Δε μύρσα το δάχλο μ
(1941)Ερμηνεία: Επί των παραπονουμένων ότι δεν εκάναμε εκείνο που επεθυμούσαν, αν και δεν μας το είπαν -
Δε μυρίσθηκα το δάκτυλό μ'
Όταν μέμφουνταν ένα ότι δεν έκαμε κάτι, αφού αυτός τίποτε δεν ήξευρε και δεν το είχαν πη -
Δε μυρίστηκα τα δαχτύλια μ
(1956) -
Δε μυρίστηκα το δάκτυλο μ'
(1889) -
Δεν είναι πεπόνι για να το μυρίσης
(1937)Ερμηνεία: Δεν μπορείς να νιώσης τον άνθρωπο έτσι που τον βλέπεις -
Δεν εμυρίστηκα τα νύχια μου
(1876) -
Ένα λουλούδ' είσι, που όποιους σι μυρίζ' η μύτη τ' κουρών'
Λέγεται για κείνους που φαίνονται ελκυστικοί στην επιφάνεια, όμως στο βάθος είναι ταντίθετο, “όξου κούκλα κιαπού μέσα πανούκλα” -
Εμυρίσθηκε το φλισκούνι
(1937)Αντί του συνήθους “Έφαγε χυλίπιττα”, δηλ. εγκαταλείφθη από μνηστήν, φίλην ή ερωμένην. Επίσης, χρησιμοποιείται και διά πολιτικάς αποτυχίας -
Θα μυρίζεσαι, να νοιώθης
(1876) -
Κρομμύδιν τζο 'φαγα κι, να μυρίσει ο στόμας μου
(1951)Κρεμμύδι δεν έφαγα, για να μυρίσει το στόμα μου -
Μύρισε κυρά, μύρισε αφέντη
(1950)Η φράσις λέγεται επί ελαχίστης ποσότητος φαγητού, το οποίον είναι διά να το οσφρανθή τις μόνον