Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Λιουδάκη, Μαρία"
-
Βάζεις και του Άι – Γιάννη με τον κάπηλα το Γιάννη
Λιουδάκη, Μαρία (1938)Το λέν όταν παινούν κάποιο και τον συγκρίνουν με άλλον ανώτερο -
Βάλ' αλεύρι στο πινάκι και μη σταυροκοπάσαι
Λιουδάκη, Μαρία (1938)Χρειάζονται υλικά για να κάμης κάτι -
Βάλ' αλεύρι, κάμε πίττα
Λιουδάκη, Μαρία (1939) -
Βάλε τα στο μοναστήρι κι ας τα φάν οι επιτρόποι
Λιουδάκη, Μαρία (1938)Είναι καλό να κάνης δωρεές στο μοναστήρι -
Βάλε το καρυδόφυλλο και φάε την εβδομάδα
Λιουδάκη, Μαρία (1938)Μια εβομάδα μετά την πεντηκοστή είναι η αποκριά, δηλ. Πρώην πασχαλινή μια βδομάδα από μη άμα βάλουν το καρυδόφυλλο -
Βάλε το καρυδόφυλλο και φάε την εβδομάδα
Λιουδάκη, Μαρία (1938)Μια εβομάδα μετά την πεντηκοστή είναι η αποκριά των Αγ. Αποστόλων -
Βάνει ο κλέφτης τη φωνή, να φοβηθή που χάσει
Λιουδάκη, Μαρία (1937)Βάζει τις φωνές αυτός που έχει άδικο -
Βάσανά ντου τ' αρφανού, αν είν' και με τα γένεια
Λιουδάκη, Μαρία (1939) -
Βάσανο ντυν τον φιλιότου που δε δη το φώτι ντου ντελόγο
Λιουδάκη, Μαρία (1937)Ερμηνεία: Κείνος που δεν παίρνη αμέσως οτι πρέπει να πάρη δεν το παίρνει πια. Φωτί : το χρυσό δώρο του νονού στο φιλιότσο -
Βαργιομοίρα, καλομοίρα
Λιουδάκη, Μαρία (1937) -
Βασιλικό κιάν ξηραθή τη μυρωδιά την έχει
Λιουδάκη, Μαρία (1938)Ο καλός κιάν πάθη πάλι καλός είναι -
Βασιλικός κιά μαραθή, τη μυρωδιά την έχει
Λιουδάκη, Μαρία (1939)Το λένε για τους αρχοντοξεπεσμένους -
Βασιλικός ορισμός, οργή θεϊκή
Λιουδάκη, Μαρία (1938) -
Βγήκαν τα π'λιά να ορμ'νέψ'ν (τη) 'ν κότα
Λιουδάκη, Μαρία (1940)Βγήκαν τα πουλιά να ορμηνέψουν την κότα