Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 1-20 από 124
-
Άδραχτος, μονάδραχτος, μιά είν' η δικατιά του
(1940)Ήταν μια οκνηρή γυναίκα. Η γι' αdρας της της πήγε μαλλί νάχει να κάνει. Αυτή τα πούλεσε κι' έκανε το ίδιο πάντα. Όταν ήταν μπροστά γι' άdρας της έκανε πως δουλεύει κείνος έλεγε: Γρίζα θάχη καμωμένα έβγαλε η κυβέρνηση διαταγή ... -
Άδραχτος, μονάδραχτος, τι θάν' η δικατιά του
(1940)Ήταν μια οκνηρή γυναίκα. Η γι' αdρας της της πήγε μαλλί νάχει να κάνει. Αυτή τα πούλεσε κι' έκανε το ίδιο πάντα. Όταν ήταν μπροστά γι' άdρας της έκανε πως δουλεύει κείνος έλεγε: Γρίζα θάχη καμωμένα έβγαλε η κυβέρνηση διαταγή ... -
Άμα έχ' ατζίγγανους βράσμα, ε gοιμάται
(1940)Για κείνους που άν έχουν κάτι, δεν το φυλάνε αλλά όλο τσιμπάνε -
Άμα π'λαλήσ'ς, πέφτ'ς κάτου
(1940) -
Αλλού bη, ξάλλου bη, το καϊτσ' είνι στα πνιά
(1940)Από ευτράπελον διήγησιν. Ο καπιτάνιος βιαζόταν να φύγη κι απο τη βιάση του έκανε λάθος στη γυναίκα του. Κείνη του λέει “Αλλού μπη καπτάν Νικόλα” Το λένε όταν στα βιαστικά δεν προσέχουμε τις προχειρότητες -
Αν είναι γιά νά τουρκέψω, να γίνω αγάς
(1940)Αν είναι για ζαπτιές, καλά κάθομαι. Δηλαδή: αν θα κάμης κάτι, ν' ξίζει. Πά στήν bαντρειά λέγετ' αυτό -
Αραμπάς με τα καρούλια, βάρσανα πούχ' η αγάπη
(1940)Το λένε όταν παρουσιάζονται δυσκολίες από μπερδεψοδουλιές -
Αφίστε πια τ' αδιάντροπα, και πα' στο μ'νι ας πούμι
(1940)Από αποκριάτικο στίχο, ερμηνεία: ΄ταν λέη κανείς τάχα πως αφίνει κάτι κ' ξανάρχεται στο ΐδιο -
Βάγια Βάγια τω Βαγιώ, τρώνε ψάρια και κολιό, ως τεν άλλη Κυριατσή του μαμά κι του τσιτσί
(1940)Μαμά = ψωμί, τσιτσί = πασχαλινό κρέας