Πλοήγηση ανά Λήμμα "σακκί"
Αποτελέσματα 1-20 από 140
-
Άδειο σακκί δεν στέκει
Βλέπε αυτού ομοίας: Ρωσσικήν, Βοημικήν, Κροατικήν, Σερβικήν, Γερμανικήν, Ιταλικήν -
Άδειο σακκί ορθό δεν στέκεται
(1895) -
Αδειανό σακκί δε στέκει, και εμάτο δε υλίζει
(1963)Ευτό το λεν απάνω σε dεbέλιδοι κοι σε τζιgούνικ' αφεdικά. Οdε bεινα και καλά κανείς, δε bορεί να δουλέψη. Οdεν είναι πάλι καλοφαωμένος, πάλι δε bορεί να δουλέψη, δε υλίζει -
Αδειανό σακκί, ορθό δε στέκει
(1876) -
Αδειανό σακκί, ορθό τε στέκετ
(1876) -
Αδειανός σάκκος δεν στέκετ' ολόρτος
(1876) -
Ας μπη κ' η χούφτα στο σακκί
(1876)