Πλοήγηση ανά Λήμμα "δανείζω"
Αποτελέσματα 1-20 από 66
-
Άρματα στον πόλεμο δε δανείζουνε
(1876) -
Δανείζου καλοπκέρωννε, τζαι πάλε στράφου έπαιρνε
(1940)Ο δοκιμασθείς και ευρεθείς τίμιος ευκόλως ευρίσκει δάνειον και υποστήριξιν -
Δανείζου καλοπκιόρωννε τζαι πάλε στράφου τζ' έπαιρνε
(1931)Δηλαδή να εξοφλάς τις υποχρεώσεις σου, για να σου παρέχουνται νέες -
Δανείσετε χηράδες τω νιόπαντρω φιλί
(1928)Να πούμε εγώ είμαι φτωχιά και σεις που είστε κάπως καλλίτεροι από μένα θέτε να σας βοηθώ, να σας οικονομώ κ.λ.π. -
Δανείσετε, χηράδες, τω νιόπαdρω φιλί
(1963)Λέγεται, όταν, ενώ έχει κανείς κάτι εν αφθονία, το ζητά από άλλον, που έχει λιγώτερο -
Δανείσου , καλοπλέρωσε και πάλι μεταστρέψε
(1931)Παροιμ. δηλούσα ότι πρέπει να ήνε τις τακτικός εις την εξόφλησιν των υποχρεώσεών του, οπότε επιτρέπεται εκ νέου να ζητήση δάνειον