Πλοήγηση ανά Λήμμα "γάδαρος"
Αποτελέσματα 95-114 από 700
-
Γάδαρου πουγλαίς πορδές θ' ακούσης
(1888) -
Γάιδαρο καλούν στο γάμο, για νερό ή για κούτσουρο
Βλ. αυτ. ομοίας : Σέρβικην, Βοημικήν, Ρώσικήν, Ιλλυρικήν, Γερμανικήν, Γαλλικήν, Ιταλικήν, Ολλανδικήν, Αραβικήν -
Γάιδαρο πουλεί, γάιδαρ' αγοράζει
(1917) -
Γάιδαρο σκουντάς, πορδαίς θ' ακούσης
(1920) -
Γάιδαρο τσικλάς πορδαίς θ' ακούσης
(1921) -
Γάιδαρον πή κ' έχ' ς σο κερβάν' κι ταράεται
(1929)Όποιος δεν έχει γάιδαρο δεν ανακατώνεται ΄ς το καραβάνι -
Γάιδαρος δεμένος, Αγάς θερακθεμένος
(1962)