Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Παπαγεωργίου, Ιωάννης"
-
Μόβγαλε τον πατέρα στο προσήλιο
Παπαγεωργίου, Ιωάννης (1913)Ανεθεμάτισε (εμελέτησε) τον νεκρόν πατέρα μου -
Μόδωκε πλάνο και με ξεγέλασε
Παπαγεωργίου, Ιωάννης (1913)Σημασία: Πλάνος = το δόλωμα, όπερ τίθεται εις τας παγίδας όπως εξαπατήση και προσελκύση το θήραμα -
Μπήκα μέσ' στ' άβαθα της γης
Παπαγεωργίου, Ιωάννης (1913)Ερμηνεία: Προσεβλήθην πολύ ένεκα πράξεως ή λόγου κακοί -
Μπριχού, βλάχε μ', την ταγή
Παπαγεωργίου, Ιωάννης (1913) -
Να κρούη ο μύλος κι' όλη (ή η μισή) η φτερωτή
Παπαγεωργίου, Ιωάννης (1913) -
Νεράϊδα γυνή ωράια ξωτικόν. Είναι πνεύματα, κι ωραιότεραι γυναίκες του κόσμου περιφερόμεναι επί της γης και κατά προτίμησιν εις τινα μέρη (Διάβα) βλάπτονται ποικιλοτρόπως τους ανθρώπους, ους ήθελον συναντήσει. Καλότυχες. Ξωτικά: τα φαντάσματα ή πονηρά πνεύματα ως αι Νεράϊδες.
Παπαγεωργίου, Ιωάννης (1913) -
Νό μ' κυρά μ' τον άντρα σου και σύ κράτει τον κόπανον
Παπαγεωργίου, Ιωάννης (1913) -
Ντροπιάστηκεν η γύφτισσα που γάνωσε τη μύτη της
Παπαγεωργίου, Ιωάννης (1913) -
Νύφη νύφη νύφαρος κι από κάτω σκύφαρος
Παπαγεωργίου, Ιωάννης (1913)Σκύφαρος = μεγάλη σκάφη για πλύσιμο -
Ξένο βιο καλολογάριαστο
Παπαγεωργίου, Ιωάννης (1913) -
Ο κιουτής ο πραματευτής ούτε χάν' ούτε κερδαίνει
Παπαγεωργίου, Ιωάννης (1913) -
Ο κλέφτης δεν ξέρ' που να δέσ' τ' άλογό τ'
Παπαγεωργίου, Ιωάννης (1913) -
Ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται
Παπαγεωργίου, Ιωάννης (1913) -
Ο λόγγος έχ' αυτιά κι ο κάμπος έχει μάτια
Παπαγεωργίου, Ιωάννης (1913)