Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 85-104 από 717
-
Δεβασέ μες 'ς του βιονού τον gώ
(1951)Μας πέρασε από του βελονιού τον κώλο. Για έναν που άφηνε τους ανθρώπους του και πενούσαν, τους έκανε δηλ. Σαν κλωστές Το λέγαν ιδιαίτερα για τους κακούς κυβερνητές : Ο τσουφαλάς μας δέβασέ μας 'σ του βουνιού τον gώ -
Δόσιμα εν dου Θιού το δόσιμα του ισανού τίπος τζό 'νι
(1951)Δόσιμο είναι του Θεού το δόσιμο, τ'ανθρώπου τίποτε δεν είναι. Μονάχα αυτό που μας δίνει ο Θεός αξίζει -
Δώκαν dα πένdε παράδε να χορέψει, τζο χόρεψε. Στέρου, σαμού έβgε σό χορό, δώκαν dα δέκα παράδε να σταθεί, μή χορέψει, τζό στάθη
(1951)Του δώσανε πέντε παράδες να χορέψει, δέ χόρεψε. Ύστερα, σά βγήκε στό χορό, του δώσανε δέκα παράδες να σταθεί, να μή χορέψει, δέ στάθηκε. Όταν ένας στήν αρχή κάνει πώς δέ θέλει κάτι, μά ύστερα δέ μπορείς να τον συγκρατήσεις. ... -
Δώκαν dο νομάτη τσ' είπεν dι: βάϊ, τη ράση μου!
(1951)Χτύπησαν κάποιον κι είπε: ωχ, τη ράχη μου! Για τους δειλούς και μικρόψυχους που δέχονται αδιαμαρτύρητα ό,τι κι αν τους κάνουν οι άλλοι. Λεβ. 27 -
Δώσε με γισμάτι, κόνdα με'ς του Γουπτσή το κάτσι
(1951)Δώσε μου τύχη, πέτα με απ' του Γουπτσή το βράχο -
Δώτσεν bοπουκάτου, έβγην bοπάνου
(1951)Χτύπησε από κάτου, βγήκε από πάνου. Για εκείνον που τελειώνει γλήγορα τις δουλειές του -
Έβgαλαν dα 'ς το πισσάρι, βούτσαν dα σο χατράνι
(1951)Τον έβγαλαν από την πίσσα και τον βούτηξαν στο κατράμι -
Έβgαλές τα σως το γουργούρι μου
(1951)Μου τάβγαλες ως τον καταπιώνα μου! Όταν ο άλλος σε στενοχωρούσε κι ήσουν έτοιμος να τον βρίσεις. Δείχνοντας με το χέρι το λαιμό, τόλεγαν κι έτσι: Έβgαλες τα σωζ αδά. Αντί γουργούρι έλεγαν και γαργαράς(=λάρυγγας): έβgαλες ... -
Έβgης αρά 'ς τον gω μου τσαι 'υρεύ' να με μάθεις πλέψιμα
(1951)Βγήκες τώρα δα από τον κώλο μου και γυρεύεις να με μάθεις κολύμπι -
Έβγη σου χωματού το πρόσωπο
(1951)Βγήκε στην επιφάνεια της γης. Τόλεγαν γι' ανρθώπους που ήταν χαμένοι και φαναρώθηκαν ή ήταν φτωχοί και νοικοκυρεύτηκαν