Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 79-98 από 131
-
Είδες άσπρον άλογο; Ουδε άσπρον ουδε μαύρον
(1938)Είδες άσπρο άλογο; Ούτε άσπρο, ούτε μαύρο. Ότι καλύτερα είναι να ησυχάζει κανείς, να μή γνοιάζεται γιά τίποτε και να μήν παθαίνει επομένως και τίποτε -
Είμαι και κακή, πειριάζουνε με και πολλοί
(1940)Είμαι και κακή, με πειράζουν και πολλοί. Γυναικεία κουβέντα, απάνου στο θυμό -
Εκύλιεν το κουτί κι ηύρεν το κουτοπούλι
(1940)Λκύλισε το κουτί και βρήκε το μικρό κουτί. Ειρώνικά, για το σμίξιμο που κάνουν άνθρωποι χωρίς χαρακτήρα ή με κακό χαρακτήρα -
Εμ΄ ενέμπεσα, εμ΄ εσκοτώθα
(1940)Και έπεσα και σκοτώθηκα. Όταν έρχονται μαζωμένες συμφορές στο κεφάλι του ανθρώπου -
Εξηύραν ατ' οι ζωντανοί κι επόμειναν αποθαμένοι
(1940)Το βρήκε ο Καλεμής κι απόμεινε ο Βάρναλης. Για όσους γυρεύουνε κάτι που σαυτούς δεν είν' αναγκαίο, ενώ άλλοι έχουν την ανάγκη του -
Εξηύρεν ατ' ο Καλεμ'ην κι επόμεινεν ο Βάρναλη
(1940)Το βρήκε ο Καλεμής κι απόμεινε ο Βάρναλης. Για όσους γυρεύουνε κάτι που σαυτούς δεν είν' αναγκαίο, ενώ άλλοι έχουν την ανάγκη του. Παραλλαγή: Εξηύραν ατ' οι ζωντανοί κι επόμειναν αποθαμένοι -
Επάτησαμ' σον Αύγουστον και ση στονί μ' την άκραν
Επατήσαμε στον Αύγουστον καιστην άκρη του χιονιού -
Επείνασαν οι ποντικοί κι ετάραξαν τ' αλευρερές
(1940)Πείνασαν οι ποντικοί κι ανακατώσανε (ψάξανε) τις αλευρερές -
Ερχόντανεν η λυγερή κι εγόρασε λανάρι
(1940)Αρχόντηνε η λυγερή κι αγόρασε λανάρι (εργαλείο όπου ξαίνουν το μαλλί). Για τους φανταγμένους, που πάνε και παίρνουν πράματα άχρηστα, το λανάρι δεν το χρειάζεται κανείς κάθε μέρα – ο φανταγμένος νομίζει ότι αν το 'χει κι ... -
Ζαρός κι απόζαρος
(1940)Ζαρωμένος κι αποζαρωμένος – Χαρακτηριστικό για τον ασουλούπωτο άνθρωπο, για τον αποτυχημένο -
Η γούλα σου κι η τσούπα σου κι η τρακαλαφατίνα σου
(1940)Ο λαιμός σου κι η τσούπα σου και η τρακαλαφατίνα σου. Για τους λαίμαργους όλο σκέφτονται το λαιμό τους, το στούπωμά του και το τριπλό, αν είναι δυνατό, καλαφάτισμά του. -
Η δούλα του ση χρείαν κάεται
(1940)Η δούλα του στό αποχωρητήριο κάθεται. Πρός όσους αγαπούν να στέλνουν σε θελήματα τους άλλους, χωρίς να μπορούν ούτε να τους επιτρέπεται να διατάζουν. Ας φωνάξουν τή δούλα τους να πάει, πού αυτήν τή στιγμή, ειρωνεία, ...