Πλοήγηση ανά Λήμμα "έχω"
Αποτελέσματα 757-776 από 1333
-
Νύχια 'κ' έχ' να τσαφίεται
(1939)Δεν έχει νύχια να ξυστεί.-Δεν έχει από δικά του τα μέσα να τα βγάλει πέρα -
Ξέρ΄ η μάννα μας να φτιάση πίττα, μα σαν έχ΄ αλεύρι
Βλέπε αυτόθι Ομοίας: Βουλγαρικήν, Βοημικήν, Γερμανικήν -
Ξέρει η μάννα μου να κάμη πήττες αμμά εν έσιει αλεύριν
(1953)Όταν έχωμεν την διάθεσιν να κάμωμεν κάτι, αλλά δεν έχομεν τα μέσα -
Ξέρει τζ΄ η μάνα του να κάμνη πίττες, αμμ΄ αλεύρι έν έσει
(1940)Επί ικανών στερουμένων όμως μέσων -
Ξέρω να σφυρίζω μα δεν έχω πρόβατα
(1962) -
Ξυλ αλεύρεα κ έχομε, τ' άλλα όλα έχομε
(1881)Ερμηνεία: Εις τους λέγοντας ότι πολλών ευπορούσιν, ενώ και των κυριωτέρων στερούνται