Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κοντοπάνος, Α."
-
Πάρι κλαδί κι μαύλα
Κοντοπάνος, Α. (1915)Ερμηνεία: Επί ωρίμου προς δήλωσιν ανικανότητας αφροδισιακώς, συνήθως υπό υων ιδίων προς άμυναν κατά σκωμμάτων -
Πάρτ' τουν στου γάμου σ' να σ' πη κι τ' χρόν'
Κοντοπάνος, Α. (1915) -
Πάσκα χώρα του διαόλ' Πάσκα
Κοντοπάνος, Α. (1915)Ερμηνεία: Επί αιφνιδίας αναγγελίας ως νέων πραγμάτων κάθε άλλο παρά τοιούτων (όρα λήμμα κουκιά) -
Πάτ ιγώ πάτ η βροχή
Κοντοπάνος, Α. (1915)Επί κομπορρήμονος. Απόσπασμα μύθου περί γύφτουτινός όστις θελήσας να επισκεφθή την πενθεράν του εις γειτονικόν χωρίον και καταλειφθείς καθ' οδόν υπό βροχής εξεδύθη την λευκήν του φουστανέλλαν ινα μη την κηλιδώση και ... -
Πάτ' σι τ' αυγό κ' έφτακε στουν ουρανό
Κοντοπάνος, Α. (1915) -
Παίζ' ου λύκους μι τ' αρνί
Κοντοπάνος, Α. (1915)Ερμηνεία: Επί ασυγκρίτου υπεροχής του ετέρου των αντιπάλων -
Παλιό γουμάρ΄κινούργια πιρβατσιά
Κοντοπάνος, Α. (1915) -
Παλιός γάτους τρυφιρά πουνdίκια
Κοντοπάνος, Α. (1915)Ερμηνεία: Επί της ιδιαιτέρας (προτιμήσεως), των υπερωρίμων ανδρών προς τας τρυφερωτέρας των παρθένων -
Παλιούρ' να τραβήης δε σκαλών' π'θινα
Κοντοπάνος, Α. (1915)Ερμηνεία: Επί οίκου εντελώς εστερημένου επίπλων -
Παντdρεύισι Κώστα; Παdρεύουμι μ' ποιος γένιτι μουκααίτ'ς
Κοντοπάνος, Α. (1915)Μουκααίτ'ς = Η έννοια μονολεκτικώς = αμουκααιτλήκι -
Παπά πιδί – διαόλ' αγγόν'
Κοντοπάνος, Α. (1915)Ερμηνεία: Παρατήρησις επί των κακώς ως επί το πλείστον ανατρεφομένων υτών των ιερέων -
Παρηγοριά στουν άρρουστου όσου να βγη η ψυχή του
Κοντοπάνος, Α. (1915)Ερμηνεία: Επί λόγων παρηγορητικών μη εχόντων ελπίδα πραγματοποιήσεως -
Παστρικός λέει σαν τ'ς κόττας τα πουδάρια
Κοντοπάνος, Α. (1915) -
Πένdι βόϊδια (ή βοΐα) δυο ζιυγάρια
Κοντοπάνος, Α. (1915) -
Πένdι δέκα στη σακκούλα – καλημέρα γυναικούλα
Κοντοπάνος, Α. (1915)Ερμηνεία: Επί των ταχέως επανερχομένων εκ του ταξειδίου -
Πέρασ' η chκύλα του λαγό
Κοντοπάνος, Α. (1915)Το χρέος υπερέβη την περιουσίαν, ή αι ζημίαι τα κεφάλαια