Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 674-693 από 713
-
Τον Άγιο που έχω ξέρω την δόξα του
(1939) -
Τον Άεν τιναν έχω, την δόξαν -ατ' εξέρω
(1939)Το λένε για να υποστηρίξουν δικό τους άνθρωπο, σε περίπτωση που τον συκοφαντούν άλλοι, ή για να εκφράσουν την απογοήτευσή τους ή και την κάποια ειρωνεία τους για την αναξιότητά του -
Τον άρκον (ή τον λύκον) ετραβαγγέλιζαν – ατον κ' εκείνος ερώνανεν: τη ποπά τα πρόγατα μερ' κές επήγαν
(1939)Λέγεται ειρωνικά για αμετανόητους και αδιόρθωτους που ενώ τους συμβουλεύουν και τους νουθετούν οι διαθέσεις τους όμως δείχνουν ότι επιμένουν στα ελαττώματά τους -
Τον άρκον έστειλαν – ατον σα ξύλα κ' εγρούλεψεν τ' ορμάν
(1939)Για απρόσεχτους κι αδέξιους που τους αναθέτουν κάποια δουλειά και τα κάνουν ... κεραμυδαριό -
Τον άρκον εδέκαν – ατον τριαντάφυλλον κ' εκείνος εσέγκεν – ασον κώλον ατ'
(1939)Λέγεται σαρκαστικά για κείνους που δεν ξέρουν ή δεν καταλαβαίνουν την αξία ενός αντικειμένου οποιουδήποτε που του προσφέρουν ή που τους τυχαίνει -
Τον γάιδαρον π' ακλοθά, τ' πα θα μυρίχκεται
(1939)Για τις βλαβερές συνέπειες που έχουν οι κακές συναναστροφές -
Τον γάιδαρον π' ακλοθά, τα πορδία
(1939)Για τις βλαβερές συνέπειες που έχουν οι κακές συναναστροφές -
Τον δάβολον οξοπίσ΄ τσαρούχα φορίζ' άτον
(1939)Ερμηνεία: Τον διάβολο ανάποδα του βάλει τα τσαρούχια -
Τον ετεψίζ έφτυζαν-άτον και εκείνος έλεγεν : βρεσήν εν
Ερμηνεία: Λέγεται για τελείως πεπωρωμένους, σε βαθμό αναισθησίας -
Τον καλόν τάζ'νε και παίρν'νε, τον κακόν τάζ'νε και χάν'νε
(1939)Τον καλό τάζουν και τον παίρνουν, τον κακό τάζουν και τον ξεφορτώνονται -
Τον λόγο-σ' με την ζάχαρην έκοψα
(1939) -
Τον οκνέαν έστειλαν ατον ΄ς σα ξύλα κ΄ εφορτώθεν τη μεσάν
(1931)Τον έστειλαν τον οκνηρό 'ς τα ξύλα και φορτώθηκε το δάσος -
Τον παλαλόν λένε ούλα, τον γνωστικόν λένε 'λίγα κ' εγροικά πολλά
(1931)Σ τον παλαβό τα λένε όλα, 'ς το γνωστικό λένε λίγα και καταλαβαίνει πολλά -
Τον τεμιρτσήν με το ξυλομάκελον έθαψαν – άτον
(1939)Τον σιδερά με ξύλινη κουτάλα σκαπάνη τον θάψανε. Ειρωνικά και πειραχτικά σε περιστάσεις όπου ο τσαγκάρης φοράει παλιά παπούτσια, ο ράφτης τριμμένα ρούχα κια γενικά, οταν στερείται κανείς εκείνα που ο ίδιος γκιάνει ή ... -
Τουζ - τουζ και να μέλ' κάμ', να κερίν
(1939)Τουζ τουζ βούϊσμα των μελισσιών – και ούτε μέλι ούτε κερί