Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ."
-
Ευγήκαν του τού θεριστή θερίζει δε θερίζει
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1919) -
Ευκή γονέω αγόραζε και στο βουνό ανέβα
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1918) -
Ζυγίζη από τσ' αλαφρές
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1919)Ερμηνεία: Δηλαδή: Είναι ελαφρός, ελαφρόμυαλος -
Η καλή νοικοκερά με το κουτάλι κλώθει
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1919) -
Η κόρη νε τ'ανάβλεμμα το να κατηγορά τον
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ.Σημείωση: Αν(ε)άβλεμμα (το) = βλέμμα -
Η πρώτη μου γυναίκα μου κ΄ η δεύτερη κερά μου
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1919) -
Η σκύλα από τη βιάση της στραβά κουλούκια βγάνει
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1918) -
Η σκύλα απού τη βιάση τση στραβά κουλούκια κάνει
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1918) -
Η χείρα πήε στα βυζιά, δέξου μουνί μαντάτα
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1918)