Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 653-672 από 925
-
Πέρα βρέχ'
Δεν καταλαβαίνει. Για τους απρόσεχτους και τους αδιάφορους και γι' αυτούς που προσποιούνται άγνοια, ωσάν να πρόκειται για πράματα ασήμαντα λ.χ. Για βροχή σε κάπιο τόπο μακρυνό -
Πέρα βρέχι
(1917) -
Πέσε πίτα να σε φάγω
(1873) -
Πέταξ' τον μια μύγα, να σε πετάξ' χίλιες
Για κείνους που σένα δικό σου λόγο ή υπαινιγμό, από αυθάδεια σε πετούν χίλιου -
Πέτρα που κυλά δε θεμελιώνι
(1917) -
Περί ορέξεως κολοκυθόπιττα
(1917) -
Πήρε η κάτα τον ποτκό να τον μάθει γράμματα, τον έμαθε τον ξέμαθε, στόχ'σε και τον έφαγε
Για κείνους που με την πολλή τους φροντίδα πλιότερο βλάφτουν παρά ωφελούν τον άλλον -
Πήρε πρόσωπο γύρευ' και αστάρ
Για τους αυθάδεις και αδιακρίτους, που τη φιλία και την ευγένεια ζητουν να την εκμεταλλευτουν λογιώ – λογιώ//Λέγεται και : τον δώκαν πρόσωπο -
Πήρε τα βρεμένα τ'
Έφυγε ντροπιασμένος, υβρισμένος, εξευτελισμένος και φοβισμένος. Λέγεται “Πήρε τα κατουρμένα τ'” -
Πήρε τον κατήφορο
Πάει αυτός. Άρχισε να καταστρέφεται ακράτητα, όπως κανείς δεν κρατιέται στον κατήφορο -
Πίθαναμ' πε τα γέλια
(1917) -
Πιάσ' τουν τυφλόνα και βγάλ' τα μάτια τ'
Δηλαδή μην περιμένεις να πάρεις από αυτόν που δεν έχει, όπως από τον τυφλό τα μάτια του, που τα στερείται -
Πιάσκε η μέσ' μας πε τα γέλια
(1917) -
Πλάκωνε τ' αυγά σο'
(1917)