Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 645-664 από 925
-
Πέ μιά πέτρα ντουβάρ' δέ γίνται
Μέ τιποτένια πράματα δέ γίνεται δουλειά, ούτε μέ μικρούς κόπους πετυχαίνεις τά μεγάλα -
Πέ τα γίδια το ξύλο βγαίνι, τη φκιάρ και σταυρός
(1917)Επί των γονέων, οι οποίοι έχουσι τέτινα ονόματα τον χαρακτήρα -
Πέ τον Οβριγιό φάγε πιέ, μα μην κοιμάσαι
Όμοια και με τον Τούρκο. Στις σχέσεις σου να είσαι προφυλακτικός -
Πέλ'κε το ζουνάρ' ντου για καυγά
Για τον άνθρωπο που αγαπά να μαλώνει και δίνει επίτηδες αφορμή. Κάποιος που δεν εύρισκε αφορμή, άφηνε το ζουνάρι του να πατούν, για να μαλώνει -
Πέρα βρέχ'
Δεν καταλαβαίνει. Για τους απρόσεχτους και τους αδιάφορους και γι' αυτούς που προσποιούνται άγνοια, ωσάν να πρόκειται για πράματα ασήμαντα λ.χ. Για βροχή σε κάπιο τόπο μακρυνό -
Πέρα βρέχι
(1917) -
Πέσε πίτα να σε φάγω
(1873) -
Πέταξ' τον μια μύγα, να σε πετάξ' χίλιες
Για κείνους που σένα δικό σου λόγο ή υπαινιγμό, από αυθάδεια σε πετούν χίλιου -
Πέτρα που κυλά δε θεμελιώνι
(1917) -
Περί ορέξεως κολοκυθόπιττα
(1917) -
Πήρε η κάτα τον ποτκό να τον μάθει γράμματα, τον έμαθε τον ξέμαθε, στόχ'σε και τον έφαγε
Για κείνους που με την πολλή τους φροντίδα πλιότερο βλάφτουν παρά ωφελούν τον άλλον -
Πήρε πρόσωπο γύρευ' και αστάρ
Για τους αυθάδεις και αδιακρίτους, που τη φιλία και την ευγένεια ζητουν να την εκμεταλλευτουν λογιώ – λογιώ//Λέγεται και : τον δώκαν πρόσωπο -
Πήρε τα βρεμένα τ'
Έφυγε ντροπιασμένος, υβρισμένος, εξευτελισμένος και φοβισμένος. Λέγεται “Πήρε τα κατουρμένα τ'”