Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 64-83 από 232
-
Εμάκρυνεν ο γάϊδαρον κ' εκόντυνεν το σεμέριν ατ
(1929)Μάκρυνε ο γάϊδαρος και κόντυνε το σαμάρι του -
Εμέν μάννα 'κ' εγέννεσεν, εμέν κύρις 'κ' εποίκεν, εμέν κορώνα ξέρασεν απάν' 'ς σο μεσοστρατίν, έσειξεν το φτερούλιν ατ'ς κ' εμέν εκαταρέθεν 'να μη χαρής, να μη χαρής, να μη καλόν ελέπης
(1929)Εμένα μάννα δεν γέννησε, εμένα πατέρας δεν έκανε, εμένα κόρακας ξέρασε απάνω 'ε το μεσοστρατί, κίνησε τη φτερούγα του και με κατραράστηκε -
Επέθανες και ντ΄ έποικες; Τηγ γην χαράν εποίκες
(1929)Πέθανες και τι έκανες; έκανες τη γη να χαρή. Προς τον παθόντα εξ ιδίας απρονοησίας -
Εσύ πάλ' εκακάριξες κ' εσήβες 'ς σή δουλείαν
(1929)Εκακάριξες κ' εσύ και μπήκες 'ς τή δουλειά. Κερ. Ειρωνικώς πρός τον επιχειρούντα έργον ανώτερον των δυνάμεών του -
Ετόν και παντέμορφος, έρθεν κι όνταν έβρεχεν
(1929)Ήτο και πανώρια, ήρθε κι όταν έβρεχε. Επί συμβάντος δυσαρέστου γενομένου εν ακαταλλήλω ώρα -
Ζαντού ψωμίν 'ς ση φρόνιμου κοιλίαν
(1929)Τρελλού ψωμί 'ς του γνωστικού την κοιλιά. Την περιουσίαν του τρελλού καρπούται ο γνωστικός -
Η κακέσσα η νύφε την πεθεράν 'ς σ' αποδαύλα καθίζει
(1929)Η κακή νύφη βάζει την πεθερά της να καθήση 'ς τ' αποδαύλια, δηλαδή 'ς το κατώτερο μέρος της εστίας -
Η κεκέσσα η πεθερά εβγάλλ' τη νύφιν 'ς σο πρόσωπον
(1929)Η κακή πεθερά βγάζει τη νύφη 'ς το πρόσωπο, ήτοι την κάνει γλωσσού. Η υπερβολική αυστηρότης των ανωτέρων αναγκάζει πολλάκις κατωτέρους να αυθαδιάσουν -
Η κορώνα 'κι φτάει πάντα το μαύρον το χαβγιάριν
(1929)Ο κόρακας δεν φτειάνει πάντοτε το μαύρο χαβγιάρι