Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κριάρης, Αριστείδης Ι."
-
Πιε ξύδι
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Πλειά πιστά 'ναι τ' αμμάθια παρά τ' αυθιά
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Πλειά ψωμί τρώεται με το μέλι παρά με το ξύδι
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Πόσοι οθροί δε φαίνουνται σαν μπιστεμμένοι φίλοι κ΄έχουν το διάολο ΄ς τ΄ασκί τη ζάχαρη ΄ς τ΄αχείλι !
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920)Ορθός = οι εχθροί, Ασκί = Ασκός (τουλούμι) -
Πότες δε μαλώνουνε δυό αθρώποι; Όντες δε μανίζει ο ένας
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920)Μανίζει = θυμώνω, οργίζομαι -
Πότες θα γεράσω να 'περηφανεύωμαι
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Πότες σκα ο διάολος; όντες κλαι' αποθαμμένος
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Ποιός σου 'βγαλε τ' αμμάθια σου; Ο δικός μου. Γι αυτό σου τα βγαλε βαθειά
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Ποιος 'παινα τη νύφη μας; Η μάννα κι' ο γαμπρός
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Ποιος βαστά μέλι και δε γλύφει τα δάχτυλάν του
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Πολλαίς φοραίς πάει το σταμνί 'ς το νερό και μια σπα
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Πολυτεχνας ερημοσπιτάς
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Πορεύγεται η γι' όρθα μου από τα πίτεράν τση ετσά πορεύγομαι κ' εγώ από την αφεδιά σου
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920)Αφεδιά σου = από σενα -
Ποτέ σου μη πιστεύης ανθρώπου απού 'χει δυό αρθούνια
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Που δεν τ' ακούει είναι καλοσύβαστος
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920)Δεν ακούει = δεν εμπορεί, δεν του περνά να 'κάμη ό,τι θέλει -
Που θέλει να 'ναι βασιλιάς, το νουν του θέλει νά 'χη
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920)Μπούφος=πτηνόν, βυάς -
Που πήρε χίλια πέρπυρα και κακουδιά γυναίκα, τα χίλια παν στο διάολο κ' η κακουδιά του μένει
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920)Πέρπυρα = νόμισμα (χρυσούν) Βενετικόν, κακουδιά = κακή, άσχημος -
Που του γονιού του δε γροικά κακώς κακού θα πάη
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920)Γροικώ, αγροικώ=ακούω, ακροώμαι -
Πρίχου πεινασουν τω φρονίμω τα παιδιά πάνε στο μύλο
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Πρώτα ν' ανεβής ς' το γάϊδαρο κ' έπειτα να σης τα πόδια σου
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920)