Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 520-539 από 717
-
Τζας α παγώσει το σίδερο, 'στέρου βράστην τζο πιένει
(1951)Ίδια με την προηγούμνεη, σε αρνητική μορφή -
Τζο γρέφ' τον τζεχρέ σου 'υρέφ' να παγάσ' σην bαναΐα α γομάρ'ν ξύα!
(1951)Συνοδεύεται από κείμενο... -
Το 'ίδι, αρ να μη ολατίνκε σα τσαλούδε, 'ίδι πάλι τζο λένκαν dα
(1951)Το γίδι, αν ήταν να μη σκαρφαλώνει στα χαμόκλαδα, δε θα το λέγαν γίδι -
Το 'ίδι, σαμού ΄υρεύει να φα ξύο, πααίνει σουρτεύεται σου ομbαση το ραβdί
(1951)Το γίδι, όταν θέλει να φάει ξύλο, πάει και τρίβεται στου τσοπάνου το ραβδί -
Το 'μέτ'ρον dο στσυλλί το πελέτσι πάγασεν dα τσ' ήφερεν dα
(1951)Το σκυλί μας πήγε κι έφερε το τσεκούρι -
Το 'ρνίθι γλυμίζει, γλυμίζει, έβgαλεν dα κάκε πάνου
(1951)Η κότα σκαλίζει, σκαλίζει, έβγαλε τα σκατά πάνου -
Το 'ρνίθι, φότεζ εν 'ρνίθι, πίνει νερό, τσαί γρεύει πανουφόρου το Θεό
(1951)Η κότα, που είναι κότα, πίνει νερό και κοιτάζει ψηλά το Θεό -
Το βιλλί σου δέβη σο τσούλο τσαι 'κόμη κατζεύ';
(1951)Η ψώλη σου πέρασε στο τσόλι κι ακόμα μιλάς; -
Το βράδυ λίχνισέ τα, την αυγή κοσκίνισέ τα
(1951)Αποβραδίσ σηκωνόνταν πάντα αέρας κι ήταν η πιό κατάλληλη ώρα νά λιχνίσουνε στ' αλώνια τό σωρό το πρωΐ μέ τό φως, που δε φυσούσε, τον κοσκίνιζαν. Η παροιμία σημαίνει πως κάθε δουλεία θέλει την ώρα της -
Το βράδύ βόρ'τα, την εβίτσα 'λβάρ'τα
(1951)