Πλοήγηση ανά Λήμμα "θερίζω"
Αποτελέσματα 52-71 από 124
-
Θέλεις θέριζε τζαι δήννε, θέλεις δήννε τζαι κουβάλε
(1940)Επί οκνηρών, που προβάλλουσι κωλύματα διά να αποφύγωσιν υποχρέωσιν τίνα -
Θέλεις θέριζε τζαι δίννε, θέλεις δίννε και κουάλε
Ερμηνεία : επί των ευρισκομένων εις δύσκολον λύσιν ή υποχρεωμένων να διεξάγουν το μεγαλύτερον ή δυσκολότερον έργον μιας εργασίας και επί των μη δυναμένων ν΄ αποφύγουν δυσκολίαν ή αμηχανίαν τινά -
Θέλεις να με χαρής, θέρισ΄, με συγχλώριν
(1965)Λέγεται για το σιτάρι, που θα πρέπει να θερίζεται προτού τελείως και ξεραθή ο στάχυς (βλ. 95, 135, 147) -
Θέλης θέριζε και δένε, θέλης δένε και κουβάλιε
(1963)Λέγεται για άνιση, μεροληπτική κατανομή εργασίας. Οι εργασίες ήτανε τρεις : θέρισμα, δέσιμο, κουβάλημα. Εκείνος που προτείνει οπωσδήποτε φορτώνει τις δύο στον άλλο και έτσι μένει σ΄ αυτόν μόνο η μία. Λέγεται υπό του ... -
Θέριζε γέρο γέννημα και παλληκάρι στάρι
(1952)Το γέννημα (κριθάρι) πρέπει να θερίζεται γινωμένο, ενώ το στάρι πιο νωπό, για να μην τρίβεται -
Θερίζει όπου δεν σπέρνει
(1876) -
Θερίζου, χωραφάκι μου-λέ, θέριζε και θερίζωμαι
(1876)Ανέκδ. Ο σύζυγος κεκρυμμένος απεκρίνετο προς την οκνηράν σύζυγόν του -
Κάθοντας θερίζεις θειά; Βιάζομαι παιδάκι μου
(1895)Ερμηνεία : Ειρωνικώς προς βραδείς και οκνηρούς εκτέλεσιν εργασίας τινάς -
Κάλλιο θέρζιζε τσαί δένε, πέρζι δένε τσαί κουβάλειε
(1943)Λέγεται ειρωνικώς για δουλειές που έχουν τον ίδιο κόπο και κούρασι -
Κατ΄ απόσπρις, θα θιρίης
(1923)Δηλαδή το αποτέλεσμα θα είναι σύμφωνον προς τας καταβληθείσας ενεργείας