Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κριάρης, Αριστείδης Ι."
-
Ο κλέφτης και ο ψεύτης μόνο τον πρώτο χρόνο χαίρουνται
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Ο κουζουλός άνθρωπος και το κόκκινο βούι γνωρίζουνται απ' αλάργο
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Ο κουζουλός θέλει να γεμίση τη κοιλιά του κι όποιος του τη γεμίση είναι πλειο κουζουλός
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Ο κουζουλός τα πάθη του ς' τη στράτα τα διγάται
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Ο κουτσός με το 'να πόδι, παίζει μια και πα 'ς τη Πόλι
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Ο κουφός όντε κλάση δε το γροικά, μόνο τ' ανεμίζει
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920)Ανεμίζει = Συμπεραίνει, το υποπτεύεται (το εννοεί) -
Ο λόγος όντε χαθή, δεν μπορεί να μαζοχτή
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Ο λόγος σου μ' εχόρτασε και το ψωμί σου φα' το
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Ο λόγος φέρνει λόγο
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Ο λύκος κι' ο πραματευτής τη ποδιά τονε ξυούσι (sic)
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Ο μακρολαίμης πετεινός 'ς το ματσιπέτι κράζειτο γίντεντό του δε θωρεί κι' άλλους καταδικάζει
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920)Ο μακρολαίμης ή σταβοράδης, γίβεντο = το άκρον δώμαλος τίνος, ματσιπέτι = ατιμία, εντροπή του -
Ο μουφλούζης και ο ταμακιάρης γλήγορα συβάζουνται
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920)Μουφλούσης = πτωσεύσας -
Ο Νάχας και ο Ναύρας ήτον αδερφοί
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Ο νάχας κι ο ναύρας ήσαν αδελφοί κι' ο κάμε νάχης άλλος
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Ο νους σου και του μπογιατζή ο κόπανος
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Ο παθός είνε γιατρός
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Ο παπάς για τη κοιλιά του έχασε τη λειτουργειά του
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Ο παπάς μη δη παπά
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Ο παπάς χωριό δεν κάνει, μα παπά το χωριό κάνει
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920)