Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 429-448 από 3150
-
Βασιλικός κι' α μαραθή, τη μυρωδιά την έχει
(1963)Από δίστιχο, που ο δεύτερος στίχος του είναι: Κι' αγάπη μου κι' ά μ' αρνηστή πάλι στο νου τζη μέχει. Δηλαδή, απο κάτι καλό πάντα μένουν τα ίχνη -
Βασιλικός ορισμός και τα σκυλιά δεμένα
(1963)Λέγεται όταν είμαστε υποχρεωμένοι να υπακούσωμε σε προσταγή ή να εκτελέσωμε παράκληση κάποιου -
Βαφτισμένος, μυρωμένο, του Θεού παραδομένο
(1963)Λέγεται κυρίως για την ανάγκη βαφτίσματος των παιδιών, αλλά και σε περίπτωση που γίνεται μιά εργασία χωρίς βεβαιότητα για την καλή της έκβαση -
Βγάνει απού τη μυία αξόgι
(1963)Λέγεται για άνθρωπο, που προσπαθεί να κερδίση από το κάθε τι, έστω και από το πιο ασήμαντο -
Βγάρ' τη σκούφια σου βάρει μου
(1928)Υβρίζωένα αφού εγώ έχω περσότερες βρισιές για να μου πει εκείνος, αντί όμως τίποτα άλλο μου λέει τη φράση αυτή “Βγάρ τη σκούφια σου βάρει μι” -
Βγάρ' τη σκούφια σου βάρει μου
(1963)Αντί να πεις σε κάποιον, που σε βρίζει, τις ίδιες βρισιές του λες αυτό -
Βγάρ' τη σκούφια σου, βάρι μου ή βγάρ' το μαντήλι σου βάρι μου
(1928)Όταν υβρίζεη η μία την άλλη, το λέει η τελευταία. Δηλαδή εάν έχεις περισσότερες βρισιές να σου πω. Αν είμαι για άτιμη, εσύ είσαι πιο άτιμη από μένα. -
Βγάρ' το μαντήλι σου βάρει μου
(1963)Αντί να πεις σε κάποιον, που σε βρίζει, τις ίδιες βρισιές του λες αυτό -
Βελάνια, βελανίδια κι' αγριλιές και κουdουρίδια
(1963)Λέγεται, όταν ακούη κανείς ασυνάρτητα λόγια ή άσχετα με το θέμα της συζητήσεως. Κουdουρίδια = χαρούπια -
Βελόνα
(1963) -
Βήει ο κλέφτης τη φωνή να φυ' ο νοικοκιούρης
(1963)Λέγεται, όταν προσπαθή κανείς, ενώ έχει το άδικο, να επιβληθη αγριεύοντας -
Βήει ο κλέφτης τσι φωνές να φυ' ο νοικοκιούρης
(1963)Λέγεται, όταν προσπαθή κανείς, ενώ έχει το άδικο, να επιβληθη αγριεύοντας -
Βλέπη δε βλέπη κανείς, νιο ν' αοράζη
(1963) -
Βλέπης δε βλέπης, νιον αόραζε
(1963) -
Βούδι σελάτ' αόραζε και άδαρο καμπούρη υναίκα γλικοκάμπυλη χοίρο μακρυομούρη
(1925)Γλικοκάμπυλη = Λιγνή -
Βούδι σελλάτ αόραζε καί άδαρο καbούρη, 'υναίκα γλινοκάπουλη, χοίρο μακρυομούρη
(1963)Σελλάτ = μέ καμπυλωτή ράχη. Γλινοκάπουλη = με λιγνά καπούλια. Π.χ. “Μουρέ, μά 'φτή dη χοdρέλα θά πάρης; Δέν έχεις ακουστά, πού λέει το λακριδί, πώς βούδι σελλάτ' αόραζε...” -
Βουβός κι' άλαλος επόμεινα
(1928)