Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κριάρης, Αριστείδης Ι."
-
Με τα ξερά ξύλα καίγουνται και τα χλωρά
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1921) -
Με τη χοχλιδόκουπα αδειάζει τη θάλασσα
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920)Χοχλιδόκουπα = το κέλυφος του κοχλιού -
Με την αράδα σου θα πάς, αν είσαι και παπάς
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Με το μεγαλύτερό σου σκόρδα μη φυτεύης
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Με το μεσκίνη φάει, πιέ, μα κοιμητέ μη κάνης
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1921)Μεσκίνης = λεπρός, λώβος (λέξις τουρκική) -
Με τον αραμπά πιάν' ο σκύλος το λαγό
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920)Αραμπάς = αμάξι, κάρρο (λέξις Τουρκική) -
Με τση πορδαίς δε βάφουνται αυγά
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Μεγάλο καράβι μεγάλη φουρτίνα
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Μεγάλος είν' ο πλάτανος και κάνει και κουβάρια, μικρός είναι κι αγκάραθος και βγαίνει και τ' αμμάθια
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920)Αγκάραθος = Είδος φυτού ακανθώδου -
Μεγαλώνει το πουλάρι και μιτσαίνει το σομάρι
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920)Μιτσαίνω = μικραίνω – ομαι (εκ του μιτσός) -
Μη 'πης του πιθαριού ''ου'', μη σου 'πη κ' εκείνο ''μπου''!
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Μη κάμης εκείνο που θες, μη πάθης εκείνο που δε θες
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Μη μας πολυψηλώνεσαι γιατί ψηλός δεν είσαι, και το χωριό σου 'ναι κοντά, κατέμε σε ποιός είσαι
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920)Πολυψηλώνεσαι = επαίρομαι, το παίρνω επάνω μου πολύ ψηλά -
Μη πας να κουρτελάς ποθές να μη σου κουρταλούνε
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920)Κουρταλώ = χειροκροτώ, κροταλίζω, βροντώ -
Μηδέ γάμος χωρίς κλάμα μηδέ μνήμα χωρίς γέλοιο
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Μηδέ νύφ' αγέλαστη μηδέ γάμος άκλαυστος
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Μια κακή χρονιά περνάς, μα με μια κακή γειτόνισσα δε περνάς
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920) -
Μια φορά την παθαίν' ο φρόνιμος
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1921) -
Μια φορά το λένε τ' ανθρώπου και δυό του γαϊδάρου
Κριάρης, Αριστείδης Ι. (1920)