Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 404-423 από 717
-
Σ ζ' μάνας μου το μουνί σοτρά μέλ' ό,τι έρτσεται, τσαλdεί α λαχτύλ'
(1951)Από της μάνας μου το μουνί τρέχει μέλι, όποιος έρχεται, βάζει ένα δάχτυλο -
Σ τα 'φτάλμε ξείλτσε μακρά, 'ς την gαρdία πάλι μακρά ξείλτσε
(1951)Από τα μάτια έπεσε μακριά, από την καρδιά το ίδιο μακριά έπεσε -
Σ τα μαχτσούμε τσαί ς' το δομμένο μαθαίν' dο ληθώτικο
(1951)Από τα παιδιά κι από τον τρελό μαθαίνεις την αλήθεια -
Σ τόϊναν dο μέρο ο Θιός να σε κουάψει, 'ς τε τ' άβου το μέρο 'α σε γϊάσει
(1951)Από το 'να μέρος ο Θεός αν σε κάμει να κλάψεις, από τ' άλλο το μέρος θα σε κάμει να γελάσεις -
Σ τόϊναν dο ξύο βgαίνει τσαί καό, βgαίνει τσαί κάμι
(1951)Από το ίδιο δέντρο βγαίνει και καλό ξύλο, βγαίνει και κακό. Όταν από τον ίδιο πατέρα έβγαιναν διαφορειτκά παιδιά. Ποντ. Α. Π. αρ. 259 : Ας τ΄ έναν ξύλον ιφτάρ΄ πάλ΄ εβγαίν΄ και σταυτόν παλ΄ εβγαίν΄ -
Σ τον gόσμο πήρα το χαβασιλϊέχι μου, για, ισάνι είμαι, πάλι ομdϊέζω
(1951)Από τον κόσμο πήρα τις χαρές μου, όμως, άνθρωπος είμαι, πάλι θέλω. Ο άνθρωπος, όσο κι αν γλεντήσει, όσο κι άν χαρεί τον κόσμο, ποτέ δε χορταίνει. Τόλεγαν οι γέροι -
Σ του Βαρασού το κοπέκι – Από του Βαρασού τον αφαλό
(1951)Για έναν που ήταν γεννημένος και μεγαλωμένος μέσα στα Φάρασα -
Σ του Βαρασού το χώμα τσολμέκι τζο βγαίνει τσαί να βγει, 'α τσακωθεί
(1951)Από του Βαρασού το χώμα σταμνί δε βγαίνει και να βγει, τα τσακιστεί. Οι Φαρασιώτες που ξεκίνησαν να φτιάσουν κάτι στη ζωή τους, δεν το κατάφεραν -
Σ τού Βαρασού το χώμα τζουτζί τζο 'ίνεται – Από του Βαρασού βάζο δε γίνεται
(1951)Το φαρασιώτικο χώμα δεν έκανε γι' αγγειοπλαστική. Τη φράση την έλεγαν αλληγορικά, επειδή δε βγήκε ποτέ από το χωριό ένας άξιος άνθρωπος, άρχοντας ή επιστήμονας, που να κάνει καλό στον τόπο. Ο μόνος, λέει, που θυμούνται ή ... -
Σ' καζβάρας τ' άσπρα εν' bουά, γιόχτσα τα μαύρα;
(1951)Ερμηνεία: Της κουρούνας τ΄άσπρα (φτερά) είναι πιο πολλά ή τα μαύρα; -
Σ' τον νόμο θάλι 'ξείλτ'σε;
(1951)Από κλαδί λιθάρι έπεσε; Το έλεγαν ειρωνικά σε κείνους που ανησυχούσαν γι ατειποτένια. Έλεγαν και 'ς ουρανό θαλί κρεμίστη; - Λεβ. 154 -
Σ' του αυτενού του την άκρα, το στσυλλίν dου τζο κρούν dα
(1951)Εξ αιτίας τ' αφεντικού του, το σκυλί δεν το χτυπάνε. Πόντ.Α.Π.Αρ. 121: “Αν κ' εν της κάτας το χατίρ' ας εν τη σααπή ατ'ς. Λεβ.236 -
Σ' του βίνεψες θαλέ, πόνεσες το βροσόν' σου;
(1951)Από τις πέτρες που έριξες, πόνεσες το μπράτσο σου; Ειρωνικά, σε κείνους που χωρίς να κάμουν τίποτα έλεγαν πως κουράστηκαν -
Σ' Τσερετσής όϋπνος σως το μισημέρι βgαίνει
(1951)Της Κυριακής ο ύπνος τ' όνειρο ως το μεσημέρι ξεδιαλύνει