Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 39-58 από 131
-
Αξία σου λιβόρι κι απάν' έναν κοβόρι
(1940)Η αξία σου (εκείνο που σου αξίζει είναι ) ελλέβορος – κι απο πάνου περιττώματα . - Σε όσους έκαναν κάτι τιποτένιο και υπερηφανευόνταν γι' αυτό. Το να υπερηφανεύεται κανείς για τιποτένια πράματα είναι σαν τρέλα και στην ... -
Απέσου κάεται κι έξου κοσκινίζει
(1940)Μέσα κάθεται κι έξω κοσκινίζει. Για όποιον κουτσομπολεύει με υποκρισία βέβαια, αφού θέλει να δείχνει οτι δεν ανακατώνεται σε τέτοιες ιστορίες -
Από γέρου τάντανα
(1940)Από τα γεράματα (τώρα που γέρασε) χορός. -Για έναν που μολονότι πέρασε τη μικρή του ηλικία, θέλει να φαίνεται παιδί και να κάνει παιδιάστικα πράματα -
Από ράμαν εις βολόνι
(1940)Από κλωστή σε βελόνι. Απ' την αρχή ως το τέλος, με το νί και με το σίγμα -
Αρμένοι, σα μουφλιουσλεεύουνε, προβάτου κρέας τρώνε
(1940)Οι Αρμένηδες όταν φτωχόνουν (πτωχεύουν), τρώνε πρόβειο κρέας. Όταν, ενώ έχεις αμεσώτερες ανάγκες, προμηθεύεσαι ή κάνεις περιττά. -
Ας κάμνει η τσίπα κι αλευρερή κι ας φαίνετ' η κόρη καματερή
(1940)Ας γνέθει η τσίπα (μικρό εργαλείο σχετικό με το γνέσιμο) κι η αλευρερή (δοχείο όπου βάνουν αλέυρι) κι ας φαίνεται η κόρη προκομένη -
Ασ' τ' εγέρασεν η Σάμαμα έβαλεν καγιουράδι
(1940)Από τότε που γέρασε η Σάμαμα έβαλε καγιουράδι (έκανε λούσα, έβαλε κοκκινάδι) -
Αφέντρια ελέϊνεν: όλα τά σεράϊα τά 'μα είναι
(1940)Η αφέντρα (αφέντισα, κυρία) έλεγε: όλα τά παλάτια είναι δικά μου. Για όποιον λέει πώς έχει καί παραέχει καί πώς όλα είναι δικά του. -
Βούδι μου, πουλώ σε, ας κλαίει π' αγοράει σε
(1940)Βώδι μου, σε πουλάω ̇ ας κλάψει αυτός που θα σ' αγοράσει -
Βρέχει, γούνα, και δε σ΄ έχω χιονίζει, γούνα, και δε σ΄ έχω, ας μη σ΄ έχω ποτέ
(1940)Ότι είναι άχρηστο ένα πράμα, μια εκδούλευση που γίνεται, όταν η ανάγκη πέρασε πια -
Γιά έναν Αράπη ολάκερον Αραπία 'κι χαλάσκεται
(1940)Γιά έναν Αράπη δέ χαλιέται ολόκληρη η Αραπιά. Γιά τιποτένια πράματα δέν πρέπει νά γίνεται μεγάλος κόπος -
Γιά έναν ψύλλο καίει έναν απάπλωμα
(1940)Ερμηνεία: Για κείνον που, από τιποτένια αιτία, χαλάει τον κόσμο, χωρίς να προσέχει, για να ιδεί ότι ζημιώνεται κιόλας -
Γούνα, φα κασουκάκι
(1940)Γούνα, φάε κασουκάκι (φαϊ από σιτάρι, λαπάς). Όταν κυτάζουν μερικοί να εκτιμήσουν έναν άνθρωπο από τα καλά ή τα κακά ρούχα που φορεί. Συνοδεύεται από κείμενο. -
Γυμνός κι άτσατσαλος
(1940)Γυμνός και τσίτσιδος. Χαρακτηρισμός για τον πολύ φτωχό ή για το κορίτσι που πάει και παντρεύεται χωρίς προίκα. - Παραλλαγή : Γυμνός και γυμνόκωλος