Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 369-388 από 509
-
Παστρικός σαν της κόττας τα πόδια
Παστρεύω = ρήμα σμάω, καθαρίζω, πάστρα (η) = καθαριότης, παστρικός = καθάριος, ειρωνικός = κακός, αχρείιος, και άλλα κοσμιτικά επίθετα -
Ποιός πεινάει; Εγώ. Ποίος θα πάη για δουλειά; - Ούλο 'γώ θα μιλάω, ας μιλήσ' κι άλλος
Επί οκνηρούς κ' αδηφάγων