Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κουκουλές, Φαίδων"
-
Τον κουρδίζουν
Κουκουλές, Φαίδων (1930)Τον διερεθίζουν, τον πεισμώνουν. Από το βασανιστήριον των Βυζαντινών, καθ' ο έθετον κόρδαν περί την κεφαλήν του ανακρινομένου, ταύτην δε έσφιγγον μικρόν κατά μικρόν -
Τον πήενε σφεdόνα
Κουκουλές, Φαίδων (1920)Ερμηνεία: Επί του ισχυρώς φοβηθέντος και υπό του φόβου εκσφεδονίζοντος τα αποπατήματα, κοινώς άλλως κ' τον πήε να -
Τον πιάνει ορνιθοσκουντούφλα
Κουκουλές, Φαίδων (1924)Περί του μεθυσθέντος, επειδή χαλαρούται και ατονεί η όραση -
Τον σήκωσαν στα μαντήλια
Κουκουλές, Φαίδων (1926)Ερμηνεία: Ότι με τρόπον υβριστικόν απέπεμψαν τινά -
Του άναψαν τα καντήλια
Κουκουλές, Φαίδων (1924)Προς δήλωσιν της καταστάσεως του κραιπαλώντος. Οι υπό μέθης διάπυροι οφθαλμοί παραβάλλονται προς ανημμένα κανδήλια -
Του γάμου τα καθαρά γυρεύει
Κουκουλές, ΦαίδωνΕπί του έχοντος υπερβολικάς αξιώσεις. Ο καθαρός άρτος, και ως όνομα και η ποιότης ήτο ήδη από των αρχαίων χρόνων γνωστός. Καθαρό εν ανακου του Πόντου, καθάρειο εν Παξοίς, και καθαρό αλεύρι εν Μάνη λέγεται το εκ σίτον άλευρον -
Του δωκα έν' αλλάϊ!
Κουκουλές, Φαίδων (1930)Τον ξυλοκόπησα ισχυρώς. Η λ. Αλλάϊ λεχει σχέσιν με το αλλάσω και αλλαγή ώς εξής: Μία των ποινών κατά τους Βυζαντ. Χρόνους ήτο και η μαστίγωσις ή ο ραβδισμός. Όταν ο δέρων κατεπονείτο, δεύτερος ή τρίτος ή και πλείονες ... -
Του δωκε
Κουκουλές, Φαίδων (1927)Έφυγε. Η αρχή της φράσεως ζητητέα εν τοίς στίχοις: “Δίνει βιτσιά του μαύρου του” ή “φτερνιά δίνει του μαύρου του” κ.τ.λ. Σημαίνει λοιπόν η φράση, ότι ο φεύγων εμάστιξε ή ερπτέρνισε τον ίππον, ίνα ταχέως απομακρυνθεί -
Του κλωτσούν τα μουλάρια μέσα του
Κουκουλές, Φαίδων (1924)Δια τους μεθύοντας, επειφή είναι ευερέθιστος ο μεθύων -
Του παιδιού μου το παιδί δυο φορές το χω παιδί
Κουκουλές, Φαίδων (1920)Δηλούται η μεγάλη αγάπη του πάππου και μάμμης προς τους εγγονούς -
Του τα 'πε, με το νυ και με το σίγμα
Κουκουλές, Φαίδων (1930)Όταν άρχισεν ο λαός να λέγη το χέρι, το πόδι, το τυρί άνευ το (ν) και πάλιν η πίστι η κρίση άνευ το (σ), τότε οι τύποι οι το ν και το ς έχοντες, εθεωρούντο κι οι ακριβέστεροι, κομψότεροι, τελειότεροι -
Τού δωκε τη μύτη στο χέρι
Κουκουλές, Φαίδων (1926)Τον εταπείνωσε (από την συνήθειαν των Βυζαντινών να κόπτωσι την ρίνα του αντιπάλου, προς τιμωρίαν ή ύβριν)