Πλοήγηση ανά Λήμμα "κάνω"
Αποτελέσματα 353-372 από 774
-
Κάνεις τον ποντικόν γιανίτσαρο
(1876) -
Κάνης λάβης
(1909) -
Κάνης, λάβης κοιλιά μη σε πονέση
(1954) -
Κάνης, λάβης, κοιλία μη σε πονέση
(1923) -
Κάνης, πάθης
(1920) -
Κάνω 'γω κι ας είναι σκόλ' για να ντύσου του Μανώλ'
(1940)Του Μανώλ = του Μανώλη π' ο φορεί καθόλ' βρακί, κάνω = γνέθω κλώθω -
Καλή 'μουνα κ' έκαμα τα και καλή κι' απόσχιαζα τα
(1920)Αποσχιάζω = διορθώνω εντελώς, συμπληρώνω την κατασκευή, τελειώνω το έργο -
Καμής πάθης καρδία μη σε πονέση
(1957)