Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Δημοσθενόπουλος, Σωσίπατρος"
-
Βάζ' ο κλέφτης τη φωνή να φοβηθή που χάσει
Δημοσθενόπουλος, Σωσίπατρος (1889) -
Βάλε τον τρελλό να βγάλ' το φίδ' απ' την τρύπα
Δημοσθενόπουλος, Σωσίπατρος (1889) -
Βάτε σκύλ' αλέστε κι αλεστικά μη δίντε
Δημοσθενόπουλος, Σωσίπατρος (1889) -
Βγάλε το σκούφο σ' δείρε με
Δημοσθενόπουλος, Σωσίπατρος (1889) -
Βοήθαε Θεέ μ'. Κουνήσ' να σε βοηθήσω
Δημοσθενόπουλος, Σωσίπατρος (1889) -
Βουλήθηκε ο Οβριός να καβαλλικέψη και έτυχε Σαββάτο
Δημοσθενόπουλος, Σωσίπατρος (1889) -
Γέρο είδες; Λύκο είδες
Δημοσθενόπουλος, Σωσίπατρος (1889) -
Για μικρός μικρός παντρέψου για μικρός καλογερέψου
Δημοσθενόπουλος, Σωσίπατρος (1889) -
Γλυκάθκ' η γριά 'ς τα σύκα έφαγε και τα συκόφυλλα
Δημοσθενόπουλος, Σωσίπατρος (1889) -
Γυρεύοντας η καμήλα κέρατα και τα αυτιά της
Δημοσθενόπουλος, Σωσίπατρος (1889) -
Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις
Δημοσθενόπουλος, Σωσίπατρος (1889) -
Δανεικό κι' αγύριστο
Δημοσθενόπουλος, Σωσίπατρος (1889) -
Δε μυρίστηκα το δάκτυλο μ'
Δημοσθενόπουλος, Σωσίπατρος (1889) -
Δεσπότη αν κατηγορήσης κανείς δεσπότης δεν γίνεται
Δημοσθενόπουλος, Σωσίπατρος (1889) -
Δό μ', κυρά μ', τον άντρα σ' και σύ κράτα τον κόπανο
Δημοσθενόπουλος, Σωσίπατρος (1889)Ερμηνεία: Λέγεται και εκείνου όστις αιτείται τι παρά τινος, όστιςέχει άμεσον ανάγκην αυτού. Η παροιμία εγεννήθη ώς εξής: Γυνή τις χήρα ηράτο τούανδρός γειτονίδος αυτής ή φίλης της, καλοφλεγομένη δε υπό τολυ πάθους απετόλμησε ... -
Δούλεψε να ζήσης κ' εύρε να χης
Δημοσθενόπουλος, Σωσίπατρος (1889) -
Δούλεψε να ζήσης κ' κλέψε να χης
Δημοσθενόπουλος, Σωσίπατρος (1889)