Πλοήγηση ανά Λήμμα "θερίζω"
Αποτελέσματα 33-52 από 124
-
Θέλεις θέριζε και δένε, θέλεις δένε και κουβάλειε
(1915)Όταν ευρίσκεται κανείς εις αδιέξοδον – ομπρός βουνό και πίσω ρέμμα -
Θέλεις θέριζε και δένε, θέλεις δένε και κουβάλειε
Ελησμονήθη η βαθυτέρα και αρχική έννοια της παροιμίας καθ΄ ήν διά ψευδούς αντιθέσεως υποβάλλει τις εις τον έτερον δύο εργασίας, καταλείπει δε δι΄ εαυτόν μίαν (θέριζε ή κουβάλειε) εκ τούτου σήμερον λέγεται επί διαζεύξεως ... -
Θέλεις θέριζε και δένε, θέλεις δένε και κουβάνιε
(1960)Αι εργασίαι του θερισμού, θέρος, μεταφορά, δέσιμο, φαίνεται ότι θα ήσαν λίαν επίπονοι εκ του ρητού -
Θέλεις θέριζε και δέννε, θέλεις δέννε και κουβάλει
(1957)Λέγεται όταν κανείς δεν δύναται μόνος να φέρη αποτέλεσμα εκεί όπου θα έπρεπε να ήσαν περισσότεροι -
Θέλεις θέριζε και δέννε, θέλεις δέννε και κουβάλει
(1958)Λέγεται όταν κανείς δεν δύναται μόνος να φέρη αποτέλεσμα εκεί όπου θα έπρεπε να ήσαν περισσότεροι -
Θέλεις θέριζε και δέννε, θέλεις δέννε και κουβάλειε
(1948)Για κείνους που κάμνουν τις όμοιες δουλειές -
Θέλεις θέριζε και δίννε, θέλεις δίννε και κουβάλιε
(1932)Φανερή ανισότητα αφίνει για τον εαυτό του τη μιά εργασία το κουβάλημα ή το θέρισμα