Πλοήγηση ανά Κείμενο
Αποτελέσματα 30207-30226 από 142579
-
Δώσ', κυρά μου τον άνdρα σου και κράτα εσύ τον κόπανο
(1922)Επί των αποβαλλόντων τα πολύτιμα και διασωζόντων τα ευτελή -
Δώσε δέκα νιούς και πάρε ένα γέρο
(1958)Λέγεται όταν θέλει ν' αποδείξη τις την απερισκεψίαν των νέων -
Δώσε ελιά, βάλε τουλούμι
(1873) -
Δώσε καλό στη γειτονιά μ', να γεμίσω κι εγώ τ' αδράχτι μ'
(1939)Άμα υποφέρ' ο γείτονας τρέχεις και χάνεις τη δουλειά σου -
Δώσε μ' έν' αυγό, 'ςτόν άλλο κόσμο να σε δώσω μια κλωσσαριά με τα πουλούδια
(1903)Επί των ολιγαρκών -
Δώσε μ' κυρά τον άντρα σ', πάρε κάι σύ τον κόπανο το δ'κό μ'
(1971)Στήν προηγούμενη παροιμία προσθέτουν πειραχτικά: “τόν δ'κό μ'”, εννοώντας ότι ο δικός τους άντρας είναι κόπανος -
Δώσε μ' κυρά τον άντρα σ', πάρε σύ τον κόπανο
(1971)Λέγεται σε περιπτώσεις πού μάς ζητούν κάτι με ασήμαντο αντάλλαγμα -
Δώσε με γισμάτι, κόνdα με'ς του Γουπτσή το κάτσι
(1951)Δώσε μου τύχη, πέτα με απ' του Γουπτσή το βράχο -
Δώσε με τα χέρια σου, να γυρεύης με τα πόδια σου
(1956)Για τους κακοπληρωτάς, τους δανείζεις για να κάνουν τη δουλειά τους κ' ύστερα δε φροντίζουν να σου τα επιστρέψουν, και πηγαινοέρχεσαι να τα ζητάς -
Δώσε με το χέρι, πάρε με ποδάρια
(1873) -
Δώσε μί τα χέργεια, να πλαλάς μί τα πουδάργια
(1939)Επί ανθρώπου, όστις δανείζει χρήματα και αναγκάζεται κατόπιν να τα ζητή άνευ απουτελέσματος