Πλοήγηση ανά Λήμμα "γυμνός"
Αποτελέσματα 4-23 από 30
-
Γυμνόν ένα χίλιοι ντυμένοι δεν μπορούν να τον εγδύσουν
Βλέπε αυτ. ομοίας: Γερμανικήν, Λατινικήν, Γαλλικήν, Ιταλικήν, Ισπανικήν -
Γυμνόν έναν χίλιοι ενδυμένοι δεν ημπόρουν να τον ενδύσουν
(1916)Γρ. εκδύσουν. Παρά του μη έχοντος ουκ αν λάβης -
Γυμνός κι άτσατσαλος
(1940)Γυμνός και τσίτσιδος. Χαρακτηρισμός για τον πολύ φτωχό ή για το κορίτσι που πάει και παντρεύεται χωρίς προίκα. - Παραλλαγή : Γυμνός και γυμνόκωλος -
Δύο γυμνοί μοναχά για το λουτρό κάν΄ ν
(1915)Επί μελετωμένου συνοικεσίου απόρου άνευ προικός. Πιθανώτατα η παροιμία μετεφράσθη εκ της Τουρκικής διότι εκεί είναι έμμετρος -
Δύο γυμνοί σο χαμάμιν ταιριάζουνε
(1940)Δύο γυμνοί στο λουτρό ταιριάζουνε. Για τους φτωχούς που κάνουνε παντρολογήματα πάλι με φτωχούς, δηλαδή δεν αλλάζουν τα οικονομικά τους -
Έναν γυμνό χίλιοι dυμένοι να τον γλύσουν δεν bορούν
(1922)Επί των μηδέν δυνάμενων να λάβωσι παρά του μη έχοντος -
Κάλλιου ξ΄πόλ΄τους. μ[ερι γυμνός
(1925) -
Κι ο γδυμνός έχει γιορτή
(1876) -
Κοντά, και μη γυμνά
(1952)Εννοεί τα φορέματα, και αλληγορικά κάθε δουλειά. Να μη φτάνουμε στην υπερβολή -
Νηστικός στήκνεις· ΄υμνός τζο πορείς να σταθείς
(1951)Νηστικός στέκεσαι· γυμνός δε μπορείς να σταθείς