Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Διαμαντάρας, Αχιλλέας"
-
Μήτε συ να βλοηθής μήτ' εσύ στους γάμους σου
Διαμαντάρας, ΑχιλλέαςΒλοηθής = πάντοτε εν τη σημ. του στέφειν, υπανσρεύειν – εσθαι -
Μηέ δεσπότης αγιασμό, μηέ παπάς τα Φώτα
Διαμαντάρας, ΑχιλλέαςΕρμηνεία: Επί αμφιλεγόντων και φελονικούντων και αποτυχόντων αμφοτέρων -
Μηέ συ παπάς τα Φώτα, μητ' εβώ στον αγιασμό σου
Διαμαντάρας, ΑχιλλέαςΕρμηνεία: Επί αμφιλεγόντων και φελονικούντων και αποτυχόντων αμφοτέρων -
Μην παίρης τ αγιαράτιστα για να 'σης οσα πρέπει
Διαμαντάρας, ΑχιλλέαςΓιαρατίζω τώρα = ωφελώ, όδεν = ανώφελα. Αρχαίον Δεικανωμένη εις α μη δη ολίγος εσει ες α δει -
(μικρή) Γοργόνα (είς γυναίκα κακοποιόν, φίλερον)
Διαμαντάρας, Αχιλλέας (1924) -
Να μην τό ΄σει κοκκάλα σου να κατηάζη ψείρες
Διαμαντάρας, Αχιλλέας -
Να μην τύχη η αυκάλα σου να κατιβάζη ψείρες
Διαμαντάρας, Αχιλλέας -
Να μην τύχη η κασσίδα σου να κατιβάζη ψείρες
Διαμαντάρας, Αχιλλέας -
Να σ' αλατίσω, να σ' αλατίσω τσαί κρίμα στ' άλας π' χαραμίσω
Διαμαντάρας, Αχιλλέας -
Νάταν η δουλειά καλή, έθελεν την κι' ο καδής, εν εκάθιζεν να ρούζη κι'
Διαμαντάρας, ΑχιλλέαςΡούζη = ορίζει, δειάζη -
Ναύρουν αι άμαλλες μαλλιά τσ' αι άπλυτες σαπούνια, ηύραν τσ' αι αμανίκωτες μανίτσες τσ' εφορώσαν
Διαμαντάρας, Αχιλλέας -
Νηστεύει δούλος του Θεού γιατ΄εν έχει να φάη
Διαμαντάρας, Αχιλλέας -
Νύμφη μου καματερή, κάθε Σαββάτο βράδυ τσαι την τσεργιατσήν ερώτα, παά – πέτρα, κάμνου ρόκα;
Διαμαντάρας, Αχιλλέας -
Ο γέρος τσ' α στολίζεται, στ' ανήφορο γνωρίζεται
Διαμαντάρας, Αχιλλέας -
Ο Θεός αρφανά 'καμε, άμοιρα δεν έκαμε
Διαμαντάρας, Αχιλλέας