Πλοήγηση ανά Λήμμα "δυό"
Αποτελέσματα 287-306 από 575
-
Δυό τζαμπάζδες σ' ένα σκοινί δε χορεύνε
(1941)Επί ασυμφωνίας ένεκεν συγκρουόμενων συμφερόντων = Δυό εγωϊσταί αδύνατον να συμφωνήσουν. Λέγεται δια τους ανειλικρινείς και αναιρούντας τα συμφωνημένα -
Δυό τζαμπάζηδες δε χορεύνε σ' ένα σχοινί
(1956)Όταν δυό του ιδίου φυράματος δε μπορούν να συνεννοηθούν -
Δυό τζιομπάζδες στο ίδιο του σκοινί δεν μπουρούν να χουρέψουν
Κείνοι που έχουν την ίδια δουλειά, δύσκολα συμφωνούν μεταξύ τους . Η παροιμία είναι Τούρκικη -
Δυό του λαγού τ' αυθιά
(1892)Ερμηνεία: Η φράσις φέρ. Εις δήλωσιν επιθυμίας προς κένωσιν δευτέρου ποτηριού -
Δυό τουμάρια πόνα σφαχτό δε βγαίν' ν
(1926) -
Δυό τσαμπάσ'δες σ' ένα σκοινι
(1938)Όταν δύο άνθρωποι φυλέριδες και δύστροποι ετυχαίνε να συνεταιρισθούν. Ελέγετο και δι' ανδόγυνα, όταν και ο άνδρας και η γυνάικα ήσαν δύστροποι. (Τσαμπάσης = ακροβάτης. Η λέξις σημαίνει και τον μεταπράτην ή μεσίτην εις τας ... -
Δυό χειμωνικά σε μια μασχάλη
(1889) -
Δυό χυμονικά σε μια αμασχάλη δεν κρατιούνται
(1936)Χυμονικά = καρπούζια. Για αδύνατη συμβίωση ή συνύπαρξη -
Δυόι νομάτοι μ' ένα μάτι
(1940)Δυό νομάτοι (άτομα) – μ' ένα μάτι. - Για τους ανίκανους. Όταν η μία ανικανότητα πάει να βοηθήσει την άλλην