Πλοήγηση ανά Λήμμα "γάδαρος"
Αποτελέσματα 277-296 από 700
-
Ια το άδαρο καβάλλα
(1963)Δηλαδή, αξιολύπητος, χαμένος άνθρωπος, γελοίος, από τη γνωστή διαπόμπευση πάνω σε γάιδαρο -
Κάνοντας κάνοντας η γαιδούρα πουλάρκα, το σαμάρι δεν έπεσε από πάνω της
(1917)Ερμηνεία: Επί των μητέρων εκείνων αίτινες αν και πολλά τέκνα γεννώσι εν τούτις δεν ελαφρύνονται επί των βαρών τα οποία έχουν διότι τα γενώμενα αποβαίνουσι κακά -
Κάτσε γάρε μεν εψοφήσης ώστι να βκή το νιόν κριθάριν
(1956)Λέγεται όταν ζητούμεν από κάπιον να περιμένη δια κάτι επί μακρόν χρονικόν διάστημα -
Καβαλλ'κεύω τον γάιδαρον ώσππου ευρήκω τ' άλεγον
(1929)Καβαλλικεύω τον γάιδαρο ως ότου να εύρω το άλογο