Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 2085-2104 από 2168
-
Τρόπος δέν είναι νά κρυφτή ο βήχας κι' η αγάπη, 'ιάτ' είναι πράμα φανερό, σά dό κερί π' ανάφτει
(1963)Λέγεται, όταν βήχη κανείς ή όταν είναι ερωτευμένος -
Τρώει η ζημιά το διάφορο
(1963)Λέγεται, όταν σε μια εργασία έχη κανείς περισσότερα έξοδα παρά έσοδα -
Τσ' ακμάτρας το παιδί χορουδάκια 'μάθαινε, gι' όσο dου τα 'μάθαινε, dόσο 'κείνο τάθελε
(1963)Των Αγίων Σαράντα είναι πάντα τη Σαρακοστή κι επειδή τη Σαρακοστή δεν χορεύανε οι παλαιοί, αν τύχαινε κάποτε να χορέψουν αυτή την ημέρα, το λέγανε -
Τσ' ελιάς τό φύλλο 'ναι
(1963)Λέγεται γιά άνθρωπο πονηρό, έξυπνο, επιτήδειο, ψεύτη, ανυπάκοο, κ.τ.λ. Π.χ. “Έξυπνο, περίεργο, ψεύτικο! Τσ' ελιάς τό φύλλο 'δά, πού λέ' ο λοός” -
Τσ' ελιάς τό φύλλο κι' ά χαθή, πάλι δέ θά ξαναβρεθή
(1963)Π.χ. “Καλές είναι, μά δέν είνα σά dή μάνα dωνε. Εκείνη δέν είχε dαίρι. Τσ' ελιάς τό φύλλο, λέει, κι' ά χαθή, πάλι δέ θά ξαναβρεθή” -
Τσ' ελιάς τό φύλλο κι' ά χαθή, πάλι θένα ξαναβρεθή
(1963)Π.χ. “Ιά 'να τώρα πού νάχη καλές δουλειές καί νά ξεπέση, λέει, δέ βαριέσαι! Δέ χάνουdαι dέθοιοι άθρώποι. Ένας λόος λέει “Τσ' ελιάς τό δύλλο κι' ά χαθή, πάλι θένα ξαναβρεθή”. Θένα = θά, ιά 'να = γιά ένα -
Τση 'υναίκας α τζ' ήλειπεν η πλύση κι' η 'έννα, ποτέ τση δεν εέρνα
(1963)Δηλαδή, αυτά τα δυό κουράζουν, καταβάλλουν την γυναίκα -
Τση dεbέλας η κλωστή είναι πάdα μακρϋά
(1963)Λέγεται, όταν δούμε μεγάλη κλωστή σε βελόνα. Είναι κυρίως διδακτική σε κοπέλα, ώστε να μη συνηθίση να βάζη κλωστή μεγάλη, γιατί αυτή δυσχεραίνει το ράψιμο -
Τση dεbέλας η κλωστή ή κοdή ή μακρϋά
(1963)Τη βάζει δηλαδή κοντή για να την περνά συχνά κι έτσι να μη δουλεύη ή τη βάζει μακρυά για να μην την περνά συχνά να κουράζεται -
Τση ΄υναίκας το μεροκάματο το τρώει μιαν όρνιθα το βράδυ
(1963)Δηλ. Η εργασία της γυναίκας έχει τόση αξία, όση η βραδυνή τροφή μιάς όρνιθας -
Τση ΄υναίκας το πράμα ΄ναι μαgουφι να τ΄ ανεκινά άdρας
(1963)Πράμα= κτήμα, μαgούφι= έρημο, ανεκινά=ανακαινίζει, ο άdρας= ο άντρας. Δηλ. Το κτήμα της γνυαίκας του το θεωρεί ο άντρας σα ξένο, δεν το εκτιμά -
Τση μαdουλίδας το πουλί πεέdηση δεν έχει, τώρ' αξανοίουν ομορφιές, δεν αξανοίουν έχει
(1963)Μαdουλίδας = είδος λουλουδόχορτου, πουλί = λουλούδι, πεέdηση = εκτίμηση, αξανοίουν = κυττάζουν, έχει = το έχει ή τα έχει = περιουσία, πλούτη -
τση μαdουλίδας το πουλί πεέdηση δεν έχει, τώρα τσι θεν από ενιά, το έχει είdα το θέσι;
(1963)Ερμηνεία: Δηλαδή ευκολώτερα σποκαθίστανται οι όμορφες και οι από οικογένεια παρά οι εύπορες -
Τση νύχτας τα καμώματα τα θωρεί (ή τα βλέπ') η μέρα και 'ελά
(1963)Δηλαδή η δουλειά, που γίνεται νύχτα, δεν είναι ποτέ καλή -
Τση παdρεμένης το φιλί είναι ξεθυμασμένο, σα dο bαιάτικο φαΐ το ξαναζεσταμένο
(1963)Δηλαδή τα πράγματα που έχουν χρησιμοποιηθή, δεν έχουν πολύ ενδιαφέρον -
Τση Παρασκευγής τα 'έλοια του Σαββάτου μοιρολόια (ή κλάματα)
(1963)Ερμηνεία: Λέγεται, όταν γελάμε πολύ την Παρασκευή -
Τσή καλομοίρας το παιδί το πρώτο νάναι θηλυκό
(1963)Λέγεται σαν παρηγοριά, όταν το πρώτο παιδί γεννηθή κορίτσι, ενώ οι γονείς το ήθελαν αγόρι. Δηλ., είναι τυχερή η μητέρα, γιατί θα μεγαλώση να τη βοηθά στις δουλειές του σπιτιού. Επίσης λέγεται και όταν θέλουν να είναι κορίτσι ...