Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κουκουλές, Φαίδων"
-
Κλέφτες κι απαρνότερος
Κουκουλές, Φαίδων (1954)Ποντική επί του ενόχου, όστις ζητεί ευθύνας από άλλους -
Κουμπάροι φάγαν το Μαντά κουμπάροι και το Ζαχαριά
Κουκουλές, Φαίδων (1943)Ο στίχος λέγεται παροιμιωδώς προς δήλωσιν ότι πάσχει τις πολλάκις υπό την στενώς μετ' αυτού συνδεομένων -
Κουμπάροι φάγαν το Μαντά κουμπάροι και το Ζαχαριά
Κουκουλές, Φαίδων (1923)Ο στίχος λέγεται παροιμιωδώς προς δήλωσιν ότι πάσχει τις πολλάκις υπό την στενώς μετ' αυτού συνδεομένων -
Κουρούνα στο φτερό αέρας γιά νερό
Αφτιά, Ελένη; Κουκουλές, Φαίδων (1940) -
Κουτσαίνουν όλοι, κουτσαίνε και συ
Κουκουλές, Φαίδων -
Λέει και του σκυλιού καλημέρα
Κουκουλές, Φαίδων (1924)Περί μαθύοντος, όστις δεν διακρίνει τους κύνας των ανθρώπων -
Λόγια λιπαρά και φαγία ανάρτυτα
Κουκουλές, ΦαίδωνΕρμηνεία: Επί των πολλά μεν υπισχνουμένων, μηδέν δ' εκπληρούντων -
Μαζεύτηκε σαν το ασουγιά
Κουκουλές, Φαίδων (1924)Προς δήλωσιν του υπό ασθενείας ή γήρατος κυτρωθέντος -
Μαύρη γάτα μπρός λα(γ)ού μαλλί στ' αγκίστρι
Κουκουλές, Φαίδων; Θεοχάρης, Δημ. Ρ. (1940)Ότι και εκ ζώων οιωνίζοντο μαρτυρεί η ανωτέρω φράσις, υποδηλούσα προφανώς πρόληψιν των αλιέων -
Μαύρος γάτος τον ξεκίνησε
Κουκουλές, Φαίδων; Μοσχολιού, Ευσταθία (1940)Παραδέχονται ότι, εαν την πρώτην ημέραν, καθ'ην πηγαίνει το παιδί στο σχολείον συναντήση μαύρην γάταν, δεν θα είναι επιμελής μαθητής. Δι αυτό, προκειμένου περί αμελούς μαθητού, λέγεται: Μαύρος γάτος τον ξεκίνησε -
Μαύρος κόρακας πέρασε, μαύρη μέρα ξ'μέρωσε
Θεοχάρης, Δημ. Ρ.; Κουκουλές, Φαίδων (1940)Μαύρος κόρακας πέρασε, μαύρη μέρα ξ'μέρωσε ή απλούστερον. Μαύρος κόρακας – μαύρη μέρα. Η εμφάνισις κόρακος σπανίζοντος εν τη νήσω, ιδία κατά την πρωίαν, θεωρείται κακός οιωνός -
Μεθεί μιά φορά το χρόνο
Κουκουλές, Φαίδων (1924)Δηλαδή άπαξ μεθυσθείς, ουδέποτε επανέρχεται εις την νηφαλιότητα, ώστε να είναι δυνατόν και αύθις να μεθυσθή -
Μικρή γυναίκα επάρε, να τη χαρής μεγάλη
Κουκουλές, Φαίδων (1954) -
Μονάχος χόρευγε ποτέ σου μη σκουdάζης μόνος σου και ούχι μετ' άλλων δύνασαι να' κάμης καλά τη δουλειά σου
Κουκουλές, Φαίδων (1920) -
Μπερδεύει η γλώσσα του
Κουκουλές, Φαίδων (1924)Περί του ισχυρώς μεθυσθέντος, επειδή η πολυποστά επιφέρει την ατονίαν και αδράνειαν της γλώσσας -
Μπήκε ή τον έβαλε στο σακκί
Κουκουλές, ΦαίδωνΜια των δεινών ποινών κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ήτο να σακκισθή τις, τεθεί δηλαδή εντός σάκκου μετά βαρέος λίθου να ριφθή εις την θάλασσαν και να πνιγή. Όστις έμπαινε στο σακκί φυσικά υφίστατο ανεπανόρθωτον συμφοράν