Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 21-40 από 1783
-
Άγεννος ζευγάς, ρημιά 'σπιdιού
(1896) -
Άγρια πορναριά καθάρια μέρα
(1893) -
Άεννος ζευγάς 'ρημιά σπιδιού
(1893)Ά(γ)εννος=ο άνευ καταγωγής ή ο άπειρος – επί των φύσει ανεπιτηδείων -
Άθθρωπος τ' αθθρώπου μοιάζει, και το πράγμα του πραγμάτου
(1896)Ερμηνεία: Εύληπτος επί των ομοίων -
Άκαρπο γεντρό στ' αμπέλι, με το μανναρούλλι θέλει
(1934)Μανναρούλλι (μαννάρι)= μικρός πέλεκυς, εκ του Ιταλ. Mannara -
Άκλεφτος γείτονας μπιστός φύλακας
(1894)