Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Βαφείδης, Θεολόγης Γ."
-
Κόνισε τα δόdια σ'
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917) -
Κόπηαν τα ηπατά τ'
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917) -
Κύλιξε ο τέτζερσ jηύρε το καπάκι
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917)Ενίοτε λέγεται κι Τουρκιστί: Τέντζερε γιουβαρλαντή, καπαγή bουλdή -
Λαφρύς ο καϋμένος!
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917)Πολλάκις λέγεται και μόνον “λαφροπέντσιος” ίσως κατα συγκοπή τω του ελαφροπαλάντζα -
Λίγο δώρο και πολλή αγάπ'
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917)Όταν δικαιολογήται τις προσφέρων μικρόν δώρον -
Λόγια 'σαν αλώνια
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917)Λόγοι ανόητοι τις με συμφέροντες εις τους ακούοντας -
Λυπούμ' πολύ, αμά δε bορώ να κλάψω
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917)Ειρωνικώς προς ένδειξιν της αδιαφορίας επί τω παθήματα των άλλων -
Μ' έφαγε τα φτιά μ'
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917) -
Μάζωνε κι' ας ίνε και ρώγες
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917)Ουδέ τα ελάχιστα κέρδη πρέπει να περιφρονώμεν -
Μάθε γέρο γράμματα τώρα 'ς τα γεράματα
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917) -
Μάλλιασε η γλωσσά μ'
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917) -
Μάρτς παλουκοκάφτς
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917)Ερμηνεία: Ότι και κατά τον Μάρτιον πώχι σπανίως γίνεται χειμών βαρύς -
Μάτια που δε βλέπουdαι λήγορα λησμονιύdαι
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917) -
Μαθημένα τα βουνα πε τα χιόνια
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917)Ερμηνεία: Επί των μη δειλιώντων προ των δυσχερειών -
Μακρυιά μαλλιά κοντή γνώσς
Βαφείδης, Θεολόγης Γ. (1917)Σκωπτικώς προς τα γυναίκας όταν πράττωσιν ανόητον τι