Πλοήγηση ανά Λήμμα "δένω"
Αποτελέσματα 173-192 από 236
-
Τα κλειδομένα εχάθηκαν
(1876) -
Τα φυλαμένα λείπουνε
(1876) -
Τάδεσα και ήκατσα (δηλ. τα χέρια)
(1885)Ένεκα ελλείψεων των αναγκαίων εργαλείων ή και χρημάτων, δεν δύναμαι να εργασθώ -
Τάχουμι στου σκοινί δεμένα
(1940)Το λένε για πρόφαση όταν δεν θέλουν να δώσουν πράγματα που του ζητούνε. Π.χ. τετζερέδες, καρέκλες -
Την έδεσε τη γάτα του
(1929)Εξησφάλισε τα συμφέροντά του ή και αυτό το μέλλον του δια της αποκτήσεως ικανής περιουσίας -
Την έδεσε τη γομάρα του!
(1876) -
Την έχ' διμέν' τη γουμάρα
Ερμηνεία: Επί του όντος εν ασφαλεία δι ευπορίαν η καλήν αποκατάστασιν επειδή ο έχων δεμένον τον όνον δεν φοβείται μη φύγη -
Την έχ' διμένη τη γουμάρα (και:) Την έδισι τη γουμάρα
(1893)Ερμηνεία: Επί του όντος εν ασφαλεία δι ευπορίαν η καλήν αποκατάστασιν -
Την έχει δεμένη την γομάρα
(1966) -
Το 'δεσεν εις το μαντήλι
(1876) -
Το 'δεσεν εις ψιλό μαντήλι
(1876) -
Το 'δεσες το γομάρ' από την κολο'θιά (κολοκυθιά)
(1940)Το λεν για κείνους που δεν κάνουν καλή δουλειά