Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Κουκουλές, Φαίδων"
-
Είναι τρία κουτάκια σπίρτα μια δεκάρα
Κουκουλές, Φαίδων (1924)Δια το κενόν του νου του μεθυσθέντος -
Είναι φηλί κλειδί
Κουκουλές, ΦαίδωνΠερί δυο προσώπων φιλικώτατα προς άλληλα διακειμένων και συμφωνούντων -
Είσαι, είσαι, μα παίρνεις μιά τσαι πας πόδι
Κουκουλές, Φαίδων (1920)Εκπίπτεις της κοινωνικής και εξεχούσης θέσεως, ην κατείχες -
Εκ της πληρεστάτης εις τήν κενωτέραν
Κουκουλές, Φαίδων (1948)Ερμηνεία: Επί του αφθόνως παρέχοντος τους δεομένους -
Εκαβαλλίκεψε το ντορή
Κουκουλές, Φαίδων (1924)Είναι μεθυσμένος – (ντορής, με την έννοιαν του μαύρος οίνος) -
Εμ' κερατωμένος, εμ' δαρμένος
Κουκουλές, Φαίδων (1948) -
Εξωτερικά (τα)ή ξωτερικά τα φαντάσματα <θαρρείς πως δεν υπάρχοντε ακόμη εξωτερικά;
Κουκουλές, Φαίδων (1920) -
Επήρε τ' αποχυλωμένα του (κι' έφυγε)
Κουκουλές, Φαίδων (1927)Έφυγε όπως όπως, παίρνοντας τα βρεμένα ρούχα. Όπως οι γυναίκες, αίτινες συλλέγουσι τα προς πλύσιν ρούχα και επανέρχονται από τον ποταμόν εις το χωριόν -
Επύρωσε το σίδερο
Κουκουλές, Φαίδων (1924) -
Ετούτος ο ανήφορος κατήφορο θα φέρη
Κουκουλές, ΦαίδωνΠρος δήλωσιν ότι μετά τας δυσκόλους περιστάσεις δύναται να έλθωσι και καλύτεροι καροί. Εις την αφήγησιν Στ. Σαχλίκη )στιχ. 73) αναφέρεται ο στίχος: Και τα μεγάλα ανήφορα κατήφορα με φέραν, ο στίχος ούτος αποτελεί παροιμίαν ... -
Ευδαίμων ο μη δεθείς
Κουκουλές, Φαίδων (1954) -
Ευτή γυρίζει σαν την καλαμίστρα
Κουκουλές, Φαίδων (1920)Επί γυναικός η οποία γυρίζει από θύρας εις θύρας -
Ζεστάθηκε το σίδερο
Κουκουλές, Φαίδων (1924)