• Δούλευε και δουλειά να μη σε λείπ' 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Λέγεται, όταν τις εργάζεται, αλλά δεν απολαμβάνει αμοιβήν ανάλογον προς κόπους του και ούτω ματαιοπονεί
  • Δούλευε και δουλειά να μή σε λείπη 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
    Λέγεται όταν τις εργάζεται αλλά δεν απολαμβάνει αμοιβή ανάλογον πρός τους κόπους του και ούτω ματαιοπονεί
  • Δούλεψε να φάς και κρύψε νάχ'ς 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Η φιλοπονία και η αποταμίευσις είναι μεγάλαι αρεταί εις τον άνθρωπον
  • Δούλεψε να φάς και κρύψε νάχης 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
    Η φιλοπονία και η αποταμίευσις είναι μεγάλαι αρεταί εις τον άνθρωπον
  • Δουλεμένο, ζηλεμένο 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Ζηλεύεται, αλήθεια, η καλοδουλεμένη εργασία, ιδίως τα καλοδουλεμένα και τακτοποιημένα αγροκτήματα
  • Δουλεμένο, ζηλεμένο 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
    Ζηλεύεται, αλήθεια, η καλοδουλεμένη εργασία, ιδίως τα καλοδουλεμένα και τακτοποιημένα αγροκτήματα
  • Δουλεύ' τα 'νένηντα εννιά 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Ασχολείται εις παντός είδους θεμιτάς και αθέμιτους επιχειρήσεις
  • Δουλεύ' τα 'νενήντα εννιά 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
    Ασχολείται εις παντός είδους θεμιτάς και αθέμιτους επιχειρήσεις
  • Δουλεύει με το μοίρ' μοίρ' 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
    Εργάζεται πολύ αργά. Μοίρ' μοίρ' = βραδέως. Πάντοτε με το άρθρον
  • Δυό το λάδι, τρεις το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Είναι μερικοί που εις τους λογαριασμούς του αφελούς πελάτου των αναγράφουν το αυτό κονδυλιον δύο φοράς, αλλά κατά διάφορον τρόπον, ώστε να μη περιπέση εις την αντίληψιν του πελάτου η άδικος ενέργειά των
  • Δώδεκα γκουτζιαμπασήδες, δέκα πέντε καλαμάρια 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
    Λέγεται επί πολυαρχίας, όταν πολλοί ανίκανοι αλλά φιλόδοξοι παρουσιάζονται ως έχοντες έγκυρον και αυθεντικήν γνώμην, διά τα κοινά
  • Δώδεκα γκουτζιαμπασήδες, δεκαπέντε καλαμάρια 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Λέγεται επί πολυαρχίας, όταν πολλοί ανίκανοι, αλλά φιλόδοξοι, παρουσιάζωνται ως έχοντες έγκυρον και αυθεντικήν γνώμην διά τα κοινά
  • Έβαλε τη λάβα 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Φωνάζει δυνατά, ωσάν να πρόκειται περί κινδύνου
  • Έβαλε τη λάβα 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
    Φωνάζει δυνατά, ωσάν να πρόκειται περί κινδύνου
  • Έβαλε το νερό στ' αυλάκ' 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
    Ήρχισε να τακτοποιή την έργασίαν του
  • Έβαλε το νερό στ' αυλάκι 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Ήρχισε να τακτοποιή την εργασίαν του
  • Έκαναν κεφάλ' 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Όταν τα διεσκορπισμένα αιγοπρόβατα συγκεντρώνωνται υπό του ποιμένος και αρχίζουν να βαδίζουν με τα γκεσέμια εμπρός, λέγουν την ανωτέρω φράσιν
  • Έκαναν κεφάλ' 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
    Όταν τα διισκορπησμένα αγοπρόβατα συγκεντρώνονται υπό του ποιμένος και αρχίζουν να βαδίζουν με τα γκεσέμια εμπρός, λέγουν την παρακάτω φράσις
  • Έκαναν το πατερντί 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1929)
    Προυξένησαν μεγάλην ζημίαν
  • Έκλασ' η νύφ' ... σκόλασ' ο γάμος 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Ενίοτε μια ασήμαντος αφορμή συντελεί εις την αδικαιολόγητον λήξιν μιας διασκεδάσεως