Πλοήγηση ανά Λήμμα "δανείζω"
Αποτελέσματα 15-34 από 66
-
Δανείσετε χηράδες τω νιόπαντρω φιλί
(1928)Να πούμε εγώ είμαι φτωχιά και σεις που είστε κάπως καλλίτεροι από μένα θέτε να σας βοηθώ, να σας οικονομώ κ.λ.π. -
Δανείσετε, χηράδες, τω νιόπαdρω φιλί
(1963)Λέγεται, όταν, ενώ έχει κανείς κάτι εν αφθονία, το ζητά από άλλον, που έχει λιγώτερο -
Δανείσου , καλοπλέρωσε και πάλι μεταστρέψε
(1931)Παροιμ. δηλούσα ότι πρέπει να ήνε τις τακτικός εις την εξόφλησιν των υποχρεώσεών του, οπότε επιτρέπεται εκ νέου να ζητήση δάνειον -
Δανείσου, καλοπλήρωνε και μη ξεχνάς τα χρέη
(1963)Η καλή πίστις δημιουργείται εκ της τιμίας συναλλαγής -
Δανείστηκες, σκλαβώθηκες
(1965) -
Έεις σφλιά να ξιφλουδίσου; - Στουμ πόλιμου τφέκια δε δανείζνι!
(1925)Παροιμιώδης φράσις, λεγομένη, όταν ζητά τις παρά τινός όργανον ή εργαλείον δια να συντελεύση τι ή και ξένην βοήθειαν -
Εγώ ψοφώ για το ζουμίν τζ' ο άντρας μου δανείζει
(1940)Επί όσων δαπανούσι εις περιττά και δια ξένους και όχι δι' ό,τι απαραίτητον εις τον οίκον των