Πλοήγηση ανά Λήμμα "κώλος"
Αποτελέσματα 135-154 από 283
-
Κώλο δέρνεις, κώλο αφίνεις, πάλε κωλαρέντζος είναι
(1939)Όσο κι αν παιδέψεις έναν αναίσθητο, πάλι αναίσθητος θαπομείνει. Κωλαρέντζος, ο = ο τρανός, ο χοντρός, ο αναίσθητος κώλος (σελ. 159, 36) Παραλλαγ. “... πάλι κωλαρέντζος μένει”. Είναι = αντί: είναι, διάβαζε: μένει -
Κώλον όρνισα
(1902)Ερμηνεία: Litter uil de foule. Femme quine suit pas teniz le secret, qui zevele tout -
Κώλος και βρακί
(1905) -
Κώλος και βρακί
(1894) -
Κώλος και βρακί
(1909) -
Κώλος και βρακί
(1876)